Η είδηση για την αποχώρηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ξεκίνησε να κάνει το γύρο των δημοσιογραφικών και πολιτικών γραφείων το μεσημέρι της Πέμπτης.
Και τούτο, διότι δεν είναι απλό το ιστορικό στέλεχος της ΝΔ και πρόεδρος σε μια κρίσιμη ιστορική φάση το καλοκαίρι του 2015 έως τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, να «αδειάζει» τον πρόεδρο του κόμματος Κυριάκο Μητσοτάκη και να αποχωρεί από την Επιτροπή.
Και αυτό, μόλις δυο εικοσιετράωρα μετά την επίσημη ανακοίνωση της Επιτροπής για την Αναθεώρηση, όπου το όνομα του Βαγγ. Μεϊμαράκη ανακοινώθηκε από την πλευρά της ΝΔ μαζί και με τα άλλους «γαλάζιους» βουλευτές.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης που είχε συμμετάσχει και σε άλλες αναθεωρήσεις στο παρελθόν θα έδινε, όπως λένε έμπειρα κοινοβουλευτικά μέλη της ΝΔ, πολιτικούς πόντους στην αξιωματική αντιπολίτευση με την παρουσία του στην Επιτροπή.
Όμως, η αιφνιδιαστική κίνηση να αποχωρήσει από την Επιτροπή πυροδότησε πολλές συζητήσεις και έδωσε το έναυσμα στους πιο μυημένους παράγοντες της κεντροδεξιάς να σημειώσουν ότι οι σχέσεις του Βαγγέλης Μεϊμαράκη με τον Κυριάκος Μητσοτάκη δεν έχουν αποκατασταθεί παρά τα όσα διαρρέουν από το περιβάλλον του αρχηγού της ΝΔ.
Η επίσημη απάντηση κύκλων της Πειραιώς για το θέμα είναι πως η αντικατάσταση του πρώην Προέδρου της ΝΔ από την Όλγα Κεφαλογιάννη στην αρμόδια Επιτροπή "είναι κάτι που ζήτησε ο ίδιος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη όταν έγινε γνωστό ότι η επιτροπή θα έχει διάρκεια δύο μηνών. Και αυτό διότι θα συνεδριάζει καθημερινά επί πολλές ώρες, γεγονός που δεν θα του επέτρεπε τη συμμετοχή του λόγω φόρτου εργασίας".
Ωστόσο, την ίδια ώρα στο γαλάζιο παρασκήνιο επικρατεί έντονη κινητικότητα για τους λόγους που οδήγησαν τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη στην αποχώρηση από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος.
Αποκλειστικές πληροφορίες του ieidiseis.gr αναφέρουν ότι η Όλγα Κεφαλογιάννη είχε μεταφέρει την σφοδρή αντίδρασή της στην ηγεσία για τον αποκλεισμό της από την Επιτροπή, ζητώντας να συμπεριληφθεί. Το όνομα της Νίκης Κεραμέως που έπεσε στο τραπέζι δεν μπορούσε να αντικατασταθεί, δεδομένης της ιδιαίτερης βαρύτητας που δίνει η ηγεσία της ΝΔ στην αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Την ίδια ώρα, ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ φέρεται να έχει ενστάσεις σε πάρα πολλά σημεία της στρατηγικής του κόμματος, και η απόφασή του να βρεθεί εκτός της Επιτροπής προήλθε μετά την συζήτηση χθες στην Βουλή και την αντιπαράθεσή του με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Αρχικά το όνομά του συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των βουλευτών της ΝΔ που παρέδωσε ο γραμματέας της Κ.Ο. Κώστα Τσιάρας στις υπηρεσίες της Βουλής.
Τελικά, χθες η ηγεσία της ΝΔ προχώρησε στην αντικατάστασή του και στη θέση του τοποθετήθηκε η Όλγα Κεφαλογιάννη.
Ο Βαγγ. Μεϊμαράκης δεν θέλησε να τοποθετηθεί δημόσια για τους λόγους της αποχώρησής του, αλλά σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες, φέρεται ιδιαίτερα ενοχλημένος από την στάση του Κυρ. Μητσοτάκη.
Και αυτό διότι, παρά το γεγονός ότι το όνομά του συμπεριλήφθηκε στην Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος και ο ίδιος είχε δώσει την συγκατάθεσή του, εντούτοις ανέμενε να υπάρξει και μια επαφή ή συνάντηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη να συζητήσουν σχετικά, όπως έκανε ο πρόεδρος του κόμματος με τον Αντώνη Σαμαρά.
Η ενόχληση του Βαγγ. Μεϊμαράκη είναι δεδομένη για τους όσους γνωρίζουν τα παρασκήνια της κεντροδεξιάς, παρά την προσπάθεια από την ηγετική ομάδα της ΝΔ να ρίξουν τους τόνους και να πείσουν ότι δεν υπάρχει θέμα, και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος έχει ρόλο ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου και ως πρόεδρος του συνεδρίου στα μέσα Δεκεμβρίου.
Όμως ένας άλλος σοβαρός και ουσιαστικός λόγος που ο Βαγγ. Μεϊμαράκης «άδειασε» τον Κυρ. Μητσοτάκη έχει να κάνει και με τη χθεσινή παρουσία τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή για το Σύνταγμα.
Κατά την συζήτηση στη Βουλή το απόγευμα της Τετάρτης, ο Πρωθυπουργός, αντικρούοντας το επιχείρημα του Κυρ. Μητσοτάκη για «ΣΥΡΙΖοποίηση του Συντάγματος», διότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει, όπως είπε ο ίδιος, επικίνδυνες θέσεις και προτάσεις, όπως η λαϊκή πρωτοβουλία, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, τα δημοψηφίσματα και μια συνταγματικά κατοχυρωμένη αναλογικότητα του εκλογικού νόμου, υπενθύμισε την παλαιότερη πρόταση της ΝΔ που έχει την υπογραφή του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου και τότε, δηλ. το 2014, επικεφαλής της Επιτροπής που είχε συστήσει ο τότε Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
«Κατέθετε τόσο επικίνδυνες προτάσεις το κόμμα σας τότε;» διερωτήθηκε ο Αλ. Τσίπρας και διάβασε την πρόταση της ΝΔ που ήταν: «Νομοθέτηση και δια της οδού της λαϊκής πρωτοβουλίας και μάλιστα τόσο νομοθετικού δημοψηφίσματος όσο και δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα. Στόχος αυτής της πρότασης είναι ο πολλαπλασιασμός και η ενίσχυση των θεσμών άμεσης Δημοκρατίας».
Σύμφωνα λοιπόν με την πρόταση της ΝΔ το 2014, όπως διάβασε ο Πρωθυπουργός, και με την υπογραφή του Κυρ. Μητσοτάκη, «το αναλογικό σύστημα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες διεύρυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής, συνακόλουθα δε της Κυβέρνησης, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της Βουλής».
Ο Βαγγ. Μεϊμαράκης αντέδρασε στην Ολομέλεια της Βουλής και παρενέβη λέγοντας προς τον Πρωθυπουργό, ότι «δεν έχουμε υπογράψει την πρόταση, αλλά τα άρθρα…» με τον Αλ. Τσίπρα να του απαντά: «Πάμε παρακάτω. Θα απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης. Έχετε Αρχηγό να απαντήσει, κύριε Μεϊμαράκη. Εντάξει, τα άρθρα, σύμφωνοι. Πάντως όσον αφορά την πρόταση, δεν με αμφισβητείτε ότι διαβάζω άλλο κείμενο. Διαβάζω κομμάτι της προτάσεως. Είναι, όμως, της Νέας Δημοκρατίας η πρόταση, άρα, λοιπόν, δεν είναι ΣΥΡΙΖοποίηση του Συντάγματος προτάσεις οι οποίες έχουν κατατεθεί από το κόμμα σας».
Επί της ουσίας όμως η παρέμβαση του Βαγγ. Μεϊμαράκη πηγαίνει κόντρα στη στρατηγική του Κυρ. Μητσοτάκη και σε ένα βασικό σημείο της πρότασης της ΝΔ και ως εκ τούτου θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συμμετάσχει σε μια διαδικασία κατά την οποία έχει βασική διαφωνία.
Πέραν τούτων, ένα διαρκές σημείο τριβής μεταξύ του νυν και του τέως αρχηγού της ΝΔ είναι ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν θα πήγαινε σε καμία περίπτωση κόντρα και στον Προκόπη Παυλόπουλο, με τον οποίο διατηρεί άριστη σχέση, τακτική επικοινωνία, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και δεν τον έχει ψηφίσει και δεν δεσμεύεται ότι θα τον στηρίξει εκ νέου για το ανώτατο θεσμικό αξίωμα.