«Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική. Yπήρξε αποτέλεσμα της ανάπτυξης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κρίκος στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων της εποχής», επισημαίνει με συνέντευξή του στο iEidiseis ο Κώστας Σκολαρίκος, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
«Βέβαια, ο στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός αστικού ελληνικού έθνους-κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα ρήξη με την οθωμανική κυριαρχία. Το γεγονός αυτό προσέδωσε στην Επανάσταση και απελευθερωτικό χαρακτήρα και επέτρεψε στην αστική τάξη να προσελκύσει στα επαναστατικά της σχέδια ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που βίωναν την ταξική εκμετάλλευση και τη φυλετική και θρησκευτική καταπίεση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 κ. Σκολαρίκο;
Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική. Yπήρξε αποτέλεσμα της ανάπτυξης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κρίκος στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων της εποχής.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, Χριστιανοί έμποροι και πλοιοκτήτες συγκέντρωναν δύναμη και πλούτο, πρωτοστατώντας στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επικρατούσαν σε σημαντικά οικονομικά κέντρα της εποχής και διάβρωναν τη φεουδαρχική εξουσία και στα υπόλοιπα. Την ίδια περίοδο, ο τερματισμός της εδαφικής επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε παρακμή το τιμαριωτικό σύστημα και επέτρεψε σε ισχυρές οικογένειες Χριστιανών (κοτζαμπάσηδες) να ελέγξουν την καλλιέργεια της γης και τη συλλογή των φόρων. Οι τελευταίοι, κατευθύνοντας την αγροτική παραγωγή στο αυξανόμενο εξωτερικό εμπόριο και τοποθετώντας τα χρηματικά τους αποθέματα σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν άργησαν να συνδέσουν τα συμφέροντά τους με την καπιταλιστική αγορά.
Όμως, όσο αυξανόταν η οικονομική ισχύς της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, τόσο αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τους περιορισμούς του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους και το καθεστώς της υποτέλειάς της σε αυτό. Η βαθειά κρίση, που εκδηλώθηκε προεπαναστατικά στο εμπόριο και τη ναυτιλία και απλώθηκε λίγο έως πολύ σε όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, όξυνε περαιτέρω τις αντιθέσεις, αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της επαναστατικής ρήξης με τη φεουδαρχική εξουσία.
Βέβαια, ο στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός αστικού ελληνικού έθνους-κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα ρήξη με την οθωμανική κυριαρχία. Το γεγονός αυτό προσέδωσε στην Επανάσταση και απελευθερωτικό χαρακτήρα και επέτρεψε στην αστική τάξη να προσελκύσει στα επαναστατικά της σχέδια ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που βίωναν την ταξική εκμετάλλευση και τη φυλετική και θρησκευτική καταπίεση.
Ο στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός αστικού ελληνικού έθνους-κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα ρήξη με την οθωμανική κυριαρχία.
Ποιες κοινωνικές δυνάμεις στήριξαν την Επανάσταση και ποιες την υπονόμευσαν ή δεν την είδαν με καλό μάτι;
Η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Επανάσταση σχετιζόταν με τα συμφέροντά τους. Αναμφίβολα, συμφέρον από τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού αστικού κράτους είχαν οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες, που αποτελούσαν και τους πιο χαρακτηριστικούς φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως και τα νέα αστικά στρώματα της εποχής. Το ίδιο συνέβη με τους φτωχούς αγρότες και την περιορισμένη πληθυσμιακά εκείνη την περίοδο εργατική τάξη, που πλήττονταν από την εθνοτική και θρησκευτική καταπίεση, αλλά και από τις συνέπειες της προεπαναστατικής οικονομικής κρίσης. Αλλά και με τους κλέφτες της Πελοποννήσου, που βρισκόντουσαν στο κοινωνικό περιθώριο έπειτα από το μαζικό διωγμό τους την περίοδο 1805-1806.
Την ίδια εποχή, ορισμένες παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες πατούσαν με το ένα πόδι στον παλιό φεουδαρχικό κόσμο και με το άλλο στο νέο καπιταλιστικό. Πρόκειται για τους κοτζαμπάσηδες, που αντλούσαν τον πλούτο και τη δύναμή τους από τη θέση τους στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό, αλλά, ταυτόχρονα, η επέκταση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στην τοκογλυφία κλπ. τους έφερνε σε σύγκρουση μαζί του. Παρόμοια, οι αρματολοί αν και τμήμα του κατασταλτικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας ένιωθαν ότι πλήττονταν από τις διοικητικές αναδιαρθρώσεις της εποχής.
Η παραπάνω αντικειμενική κατάσταση τροφοδοτούσε και τις ταλαντεύσεις τους απέναντι στην Επανάσταση.
Συμφέρον από τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού αστικού κράτους είχαν οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες, που αποτελούσαν και τους πιο χαρακτηριστικούς φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως και τα νέα αστικά στρώματα της εποχής
Ταλαντεύσεις όμως χαρακτήριζαν και τους εμπόρους, τους πλοιοκτήτες, τους αστούς διανοούμενους και τα νέα αστικά στρώματα, στο βαθμό που θεωρούσαν ανεπίκαιρο ξέσπασμα της Επανάστασης έπειτα από τη στρατιωτική ήττα του Ναπολέοντα και τη συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παραπάνω ταλαντεύσεις αντιμετωπίστηκαν αποφασιστικά από την πρωτοπορία της αστικής τάξης, από την επαναστατική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία».
Η «Φιλική Εταιρεία» προσανατολίστηκε από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και ξεπέρασε τις συγκρούσεις μεταξύ μερικότερων συμφερόντων, τις αναστολές και τις επιφυλάξεις των διαφορετικών μερίδων της. Διαμόρφωσε ένα επαναστατικό σχέδιο σχετικά ανεξάρτητο από τη στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής και στηριγμένο σε εκείνες τις κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον να επαναστατήσουν. Οργάνωσε τους επαναστάτες και προετοίμασε (ηθικά και υλικά) την Επανάσταση και την έκρηξή της.
Στα επαναστατικά σχέδια της «Φιλικής Εταιρείας» δε συνηγόρησε η μεγάλη πλειοψηφία των Φαναριωτών, δηλαδή των ελληνόφωνων Χριστιανών που κατείχαν υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις στο οθωμανικό κράτος. Αυτοί, αν και είχαν επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στο εμπόριο και σε ένα βαθμό είχαν αστοποιηθεί, πρόκριναν το σχέδιο της σταδιακής μετατροπής της Αυτοκρατορίας σε ένα πολυεθνοτικό αστικό κράτος, με κεντρικό το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως κομμάτι του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, επιφορτισμένο μάλιστα με την υποταγή των χριστιανικών πληθυσμών στην οθωμανική εξουσία στάθηκε αποφασιστικά ενάντια στην Επανάσταση και αφόρισε τους ηγέτες της.
Ο ρόλος της Εκκλησίας ποιος ήταν;
Όπως ήδη ανέφερα, η επίσημη Εκκλησία, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφόρισε την Επανάσταση, γεγονός που είχε βαρύνουσα σημασία για τη στάση των φτωχών λαϊκών μαζών εκείνη την περίοδο. Όμως, σε μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών που σηματοδοτούσε η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, η Εκκλησία δεν μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη. Έτσι, τμήματα του ανώτερου κλήρου στα επαναστατημένα εδάφη, τα συμφέροντα των οποίων αντικειμενικά διασυνδέονταν με τα αστικά, πήραν ενεργά μέρος στην Επανάσταση, ενώ έπειτα από αυτή αποφασίστηκε οι επίσκοποι να μη λαμβάνουν πλέον εντολές από το Πατριαρχείο και να μη δέχονται τους ιερείς που στέλνονταν από αυτό. Στην επανάσταση συμμετείχαν και οι περισσότεροι κατώτεροι κληρικοί, που διαβιούσαν σε αντίστοιχες συνθήκες με τις φτωχές αγροτικές μάζες.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως κομμάτι του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, επιφορτισμένο μάλιστα με την υποταγή των χριστιανικών πληθυσμών στην οθωμανική εξουσία στάθηκε αποφασιστικά ενάντια στην Επανάσταση και αφόρισε τους ηγέτες της
Ποια ήταν η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα των Εμφυλίων Πολέμων;
Καταρχάς, οι λεγόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι δεν έχουν να κάνουν απλά με διχογνωμίες στο εσωτερικό των Ελλήνων, αλλά με τις ταξικές συγκρούσεις στο στρατόπεδο των επαναστατών, που αποτέλεσαν κοινό γνώρισμα όλων των αστικών επαναστάσεων. Αιτία τους ήταν τα διαφορετικά συμφέροντα των αστικών μερίδων και των άλλων κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση, που προέρχονταν από το φεουδαρχικό κατακερματισμό της παλιάς κοινωνίας, από τις διασυνδέσεις των συμφερόντων τους με διαφορετικά οικονομικά κέντρα της εποχής και από τη στάση των λεγόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων». Τα παραπάνω εκφράστηκαν με αντιθέσεις για τον έλεγχο της ηγεσίας της Επανάστασης, τη μορφή του επιδιωκόμενου νέου κράτους και τις διεθνείς συμμαχίες του.
Οι «εμφύλιοι» πόλεμοι οδήγησαν στην τελική επικράτηση των πιο προωθημένων τμημάτων της αστικής τάξης με επίκεντρο τους πλοιοκτήτες και εμπόρους, που είχαν συμμαχήσει με τους αστούς διανοούμενους, τα νέα αστικά στρώματα και τα πιο αστοποιημένα τμήματα των παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων. Η επικράτησή τους εξασφάλισε τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού ελληνικού αστικού κράτους, σε στενή συμμαχία με την καπιταλιστική Βρετανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, οι λιγότεροι αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες και άλλες παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες που αποτέλεσαν την αντίπαλη παράταξη επιθυμούσαν να δοθούν μεγαλύτερες δικαιοδοσίες στις τοπικές εξουσίες και γι’ αυτό συνηγορούσαν στις τσαρικές προτάσεις για τη δημιουργία τριών ημιαυτόνομων περιοχών στα επαναστατημένα εδάφη που θα παρέμεναν φόρου υποτελείς στην Τσαρική Αυτοκρατορία.
Τελικά ήταν οι ξένες δυνάμεις που στο Ναυαρίνο έδωσαν τη νίκη;
Γενικότερα, η στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στην Επανάσταση ξεκινούσε από τα αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια τους για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, δηλαδή για την τύχη των εδαφών της αποδυναμωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τσαρική Αυτοκρατορία, αν και επίσημα καταδίκασε την Επανάσταση, επιθυμούσε να την αξιοποιήσει, όπως και κάθε επαναστατικό κίνημα στη Βαλκανική Χερσόνησο, προκειμένου να εξαπολύσει ένα καινούριο πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που η Βρετανική Αυτοκρατορία τήρησε αρχικά αρνητική στάση απέναντι στην Επανάσταση, θεωρώντας τη λαθεμένα αποτέλεσμα των τσαρικών ραδιουργιών και συμμαχώντας με την Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία. Όμως, στη συνέχεια, εκτίμησε ότι η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού αστικού κράτους που θα βρισκόταν σε στενή συμμαχία μαζί της, θα αποτελούσε εμπόδιο για τα τσαρικά σχέδια και θα εξασφάλιζε τη συνέχιση της κυριαρχίας της στα κρίσιμα για το διεθνές εμπόριο νερά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, συμπαρασύροντας στη θέση αυτή και τη Γαλλία. Αντίθετα, σταθερά αρνητική στάση κράτησε η Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία.
Από το 1823 και έπειτα και η καθεμία ορμώμενη από τα δικά της συμφέροντα, η Βρετανική και η Τσαρική Αυτοκρατορία από κοινού με τη Γαλλία τήρησαν θετική στάση απέναντι στην Επανάσταση. Ωστόσο, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι η μεταστροφή τους αποτελούσε απόρροια της στρατιωτικής ανθεκτικότητας των επαναστατικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, τόσο η ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), όσο και ο ρωσοοθωμανικός πόλεμος (1828) έθεσαν τέρμα στις οθωμανικές βλέψεις για στρατιωτική συντριβή της Επανάστασης, αλλά αυτές οι ενέργειες πάτησαν ακριβώς στο έδαφος που διαμόρφωσαν οι στρατιωτικές επιτυχίες της Επανάστασης.
Ποιους θεωρείτε τους βασικούς μύθους για την Επανάσταση;
Υπάρχουν πολλοί ιστοριογραφικοί μύθοι για την Επανάσταση που αναπαράγονται έως τις μέρες μας, αν και έχουν καταρριφθεί ιστορικά. Το κρυφό σχολειό, η ορκωμοσία των οπλαρχηγών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στα Καλάβρυτα, η απόδοση της αποκήρυξης της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε΄ στη θέλησή του να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί κλπ. Οι περισσότεροι από αυτούς μοιάζουν να συνδέονται με το ρόλο της Εκκλησίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, διακηρύχτηκαν και από το αστικό κράτος μετεπαναστατικά. Και αυτό διότι, όταν η νέα αστική εξουσία σταθεροποιήθηκε θεώρησε ότι μια Εκκλησία απαλλαγμένη από το φεουδαρχικό της παρελθόν θα μπορούσε να διαδραματίσει θετικό ρόλο στην εξασφάλιση της εθνικής ενότητας και επόμενα στη διαφύλαξη της. Κατά συνέπεια, στα μέσα του 19ου αιώνα, το άγαλμα του Γρηγορίου Ε΄, μέχρι τότε διακηρυγμένου εχθρού της αστικής τάξης και της επανάστασης βρήκε μια θέση δίπλα στα ινδάλματα της αστικής τάξης, δηλαδή το Ρήγα Φεραίο και τον Αδαμάντιο Κοραή, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ίδια εποχή, οι ιστορικοί του Πανεπιστημίου άρχισαν να διαμορφώνουν μια ιστοριογραφία που μιλούσε για συνέχεια του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες.
Ωστόσο, ο σημαντικότερος μύθος που συνεχίζει να υφίσταται στην εποχή μας έχει να κάνει με τη σχετική ή απόλυτη αποσύνδεση της επανάστασης από τις σημαντικές οικονομικές αλλαγές της περιόδου και συγκεκριμένα από την άνοδο της αστικής τάξης. Είτε ορισμένοι ιστοριογράφοι ερμηνεύουν την Επανάσταση ως αποτέλεσμα της αφύπνισης του έθνους με την υπερτρισχιλιετή παρουσία, είτε άλλοι μιλούν για τη διαπάλη ανάμεσα στις ιδέες της νεωτερικότητας και αυτές του μεσαίωνα, κανένας δεν αναφέρεται στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις νέες σχέσεις παραγωγής που εμφανίστηκαν και την επαναστατική ανατροπή των φεουδαρχικών εξουσιών.
Ο τρόπος διδασκαλίας σήμερα τι επιδιώκει;
Το πρώτο σημαντικό πρόβλημα του σημερινού τρόπου διδασκαλίας, τουλάχιστον στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφορά την αντιφατικότητα. Για παράδειγμα στο βιβλίο του Δημοτικού η επανάσταση χαρακτηρίζεται ως εθνικοαπελευθερωτική, ενώ στο βιβλίο του Λυκείου ως κοινωνική. Παράλληλα, σε κανένα δεν αποδίδονται οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που οδήγησαν στην Επανάσταση ολοκληρωμένα. Οι αντιφάσεις αυτές πηγάζουν από δύο αστικές θεωρήσεις της ιστορίας, τον εθνικισμό και τον κοσμοπολιτισμό.
Ο κοσμοπολιτισμός και ο εθνικισμός αποτελούν βασικά συστατικά της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, που έχουν υλικά στηρίγματα τόσο στην ιστορία όσο και στον πυρήνα της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο αστικός εθνικισμός χρησιμοποιήθηκε ιστορικά προκειμένου να αμφισβητήσει τη φεουδαρχική εξουσία, να συμπαρασύρει και κοινωνικές δυνάμεις πέραν της αστικής τάξης στην Επανάσταση και τελικά να νομιμοποιήσει την καπιταλιστική εξουσία στο όνομα της εθνικής ενότητας. Μέχρι και σήμερα, παρ’ όλη την ύπαρξη σημαντικών διακρατικών καπιταλιστικών συμμαχιών, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό μηχανισμό προστασίας της αστικής εξουσίας από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς και η εθνική ενότητα τη βάση νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, από την ανάδυση της η κάθε καπιταλιστική εξουσία ήταν υποχρεωμένη να διαμορφώνει διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες, προκειμένου να προωθεί τα συμφέροντά της. Πόσο μάλλον, αφού η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου ήταν και παραμένει αντικειμενική.
Κατά συνέπεια, ο αστικός κοσμοπολιτισμός και εθνικισμός αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά της αστικής ιστοριογραφίας, που το ένα τροφοδοτεί το άλλο, δίχως ποτέ κανένα να μπορεί να επικρατήσει πλήρως, αλλά παραμένοντας πάντα και τα δύο παρόντα, σε διαφορετικές ποσοστώσεις, ανάλογα και με τις κάθε φορά προτεραιότητες της αστικής εξουσίας. Έτσι και αλλιώς και τα δύο ρεύματα συντείνουν στην ανάγκη της εθνικής ενότητας ή της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή στην ανάγκη υπαγωγής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στις σύγχρονες επιδιώξεις της αστικής εξουσίας. Αυτό επιχειρείται και μέσα από τα βιβλία της εκπαίδευσης.
Στο βιβλίο του Δημοτικού η επανάσταση χαρακτηρίζεται ως εθνικοαπελευθερωτική, ενώ στο βιβλίο του Λυκείου ως κοινωνική. Παράλληλα, σε κανένα δεν αποδίδονται οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που οδήγησαν στην Επανάσταση ολοκληρωμένα
Πώς κρίνετε τους γιορτασμούς για τα 200 χρόνια;
Ο εορτασμός μιας Επανάστασης αποτελεί πάντα μια δύσκολη υπόθεση για οποιοδήποτε αστικό κράτος. Γιατί μπορεί η Επανάσταση του 1821 να αποτελεί τη γενέθλια πράξη του ελληνικού αστικού κράτους, αλλά την ίδια στιγμή υποδεικνύει ότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, όταν βρίσκεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα και τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Το ότι οι επαναστάτες του 1821 νίκησαν ενάντια στον αρνητικό διεθνή συσχετισμό μια φαινομενικά παντοδύναμη εξουσία αποτελεί ένα επικίνδυνο διαχρονικό δίδαγμα για την εργατική τάξη και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή Ελλάδα 2021 από τη μια πλευρά προκρίνει όλα τα επιχειρήματα του αστικού κοσμοπολιτισμού, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τη σημασία των φιλελεύθερων ιδεών στην Επανάσταση και εντάσσοντας τη στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων της περιόδου και από την άλλη, εξαιτίας και του θεσμικού της ρόλου, αποδέχεται κεντρικά επιχειρήματα του αστικού εθνικισμού, όπως ο ρόλος της Εκκλησίας. Συνολικά, όμως, επιχειρεί να μεταδώσει το μήνυμα πως σήμερα, όπως και το 1821, σημασία έχει η «εθνική ενότητα», που σημαίνει υποταγή των συμφερόντων της λαϊκής πλειοψηφίας στις προτεραιότητες και τις διεθνείς συμμαχίες του αστικού κράτους.
Με άλλα λόγια, στο όνομα της περιόδου της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης, επιχειρεί να συγκαλύψει τη σημερινής σήψη της καπιταλιστικής εξουσίας, που γεννά κρίσεις και πολέμους, φτώχεια, προσφυγιά και ανεργία.