Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε τον Ξενοφώντα Κοντιάδη ως πολύ σπουδαίο καθηγητή και αναλυτή, τώρα ήρθε η ώρα να τον γνωρίσουμε για τα καλά και ως συγγραφέα- και, μάλιστα, με μεγάλη επιτυχία.
Το μυθιστόρημά του «Η τρέλα ν΄ αλλάξουν τον κόσμο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «ΤΟΠΟΣ», εξελίσσεται γύρω από την υπόθεση Μπελογιάννη, με κεντρικά πρόσωπα τους συντρόφους του που εκτελέστηκαν μαζί του.
«Από μία πλευρά ήταν τρέλα μετά τον Εμφύλιο, στην πρώτη, σκληρή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κάποιοι άνθρωποι να συνεχίσουν στην Ελλάδα να αγωνίζονται για τις ιδέες τους, με τεράστιο ρίσκο για τη ζωή τους και των οικείων τους», τονίζει ο συγγραφέας με συνέντευξή του στο iEidiseis. Από την άλλη, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι θα ήταν τρέλα και να μην θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να μην θέλουν να αλλάξουν έναν κόσμο ζόφου, αποκλεισμών, υποτέλειας και απροκάλυπτης, πανταχού παρούσας βίας».
Η πλήρης συνέντευξη με τον Ξενοφώνατα Κοντιάδη
Γράψατε ένα πολιτικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή και κινηματογραφική ροή, ένα πολιτικό νουάρ όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, που εκτυλίσσεται γύρω από την υπόθεση Μπελογιάννη, με κεντρικούς ήρωες τα πρόσωπα που εκτελέστηκαν μαζί του. Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου;
Όταν έπεσα τυχαία πάνω στην ιστορία των ηρώων του βιβλίου, ήταν τόσο συναρπαστική ώστε άρχισα να ερευνώ τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τη ζωή και τα πάθη τους, τις πολιτικές ίντριγκες της εποχής και την τραγική μοίρα τους. Όσο σκάλιζα αυτές τις ιστορίες τόσο ανακάλυπτα συγκλονιστικές πτυχές και λεπτομέρειες, που δεν θα μπορούσε να επινοήσει ούτε η πιο ευρηματική λογοτεχνική φαντασία. Σκέφτηκα ότι αυτή η ιστορία θα ενδιέφερε και θα συγκινούσε πολλούς αναγνώστες. Φαίνεται πως είχα δίκιο.
Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι όσα εξιστορούνται στο μυθιστόρημα;
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα του βιβλίου είναι πραγματικά. Βρισκόμαστε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Νίκος Μπελογιάννης έρχεται στην Ελλάδα με αποστολή να αναδιοργανώσει τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Στην Αθήνα γνωρίζει την Έλλη Ιωαννίδου και ερωτεύονται. Γύρω από τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο υπάρχει ένας κύκλος προσώπων που έχουν την ίδια «τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο», όμως οι ζωές τους διαλύονται μέσα στη δίνη των μετεμφυλιακών συγκρούσεων. Υπάρχουν ωστόσο αρκετοί διάλογοι και σκέψεις των πρωταγωνιστών του βιβλίου που είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Θα μας πείτε δυο λόγια για την πλοκή της ιστορίας;
Η ιστορία ξεκινάει με τη σκληρή σκηνή της εκτέλεσης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του και συνεχίζει με ένα φλασμπάκ σε όσα προηγήθηκαν, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τον Εμφύλιο μέχρι τη συγκρότηση του μετεμφυλιακού κράτους: Η δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή Τζορτζ Πολκ, ο αστός διανοούμενος Δημήτρης Μπάτσης που συλλαμβάνεται λίγο μετά τον γάμο του και εκβιάζεται για να συνεργαστεί με την Ασφάλεια, η νεαρή γυναίκα του που κάνει τα πάντα για να τον σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα, το δίκτυο των παράνομων ασυρμάτων στην Καλλιθέα και τη Γλυφάδα που εξαρθρώνει η Αστυνομία, οι ανακρίσεις, οι δίκες, οι εκβιασμοί, οι ακροδεξιές παρακρατικές οργανώσεις, ο ρόλος της αμερικανικής πρεσβείας και των μυστικών υπηρεσιών, οι εσωτερικές συγκρούσεις στο ΚΚΕ και την Αριστερά και κυρίως οι ζωές των ανθρώπων που εγκλωβίζονται στα γρανάζια των ψυχροπολεμικών συσχετισμών.
Είστε γνωστός συνταγματολόγος με σημαντικό επιστημονικό έργο και συχνέςδημόσιες παρεμβάσεις για θεσμικά ζητήματα που απασχολούν την επικαιρότητα. Τι σας ώθησε να κάνετε αυτή τη στροφή στη λογοτεχνία;
Ο Μπελογιάννης, το βράδυ που φτάνει κρυφά στην Αθήνα, γράφει στο σημειωματάριό του μία φράση που στην πραγματικότητα δεν είναι δική του: «Η θεωρητική ανάλυση δεν αρκεί για να κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα, ιδίως για να την εξηγήσουμε στους ανθρώπους. Χρειάζεται το λογοτεχνικό έργο, που φωτίζει έναν μικρόκοσμο, για να φανεί η αλήθεια των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Τα σκοτάδια της πραγματικότητας που ζούμε μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τα φέρει στο φως, με έναν τρόπο που οι κοινωνικές επιστήμες δεν καταφέρνουν». Με αυτό το σκεπτικό προσπάθησα να χρησιμοποιήσω ένα άλλο είδος λόγου, πέρα από τον επιστημονικό και τον δοκιμιακό, για να προκαλέσω τη σκέψη και τη συγκίνηση του αναγνώστη.
Μιλήστε μας για τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος.
Όπως σας είπα, οι ήρωες του βιβλίου είναι πραγματικά πρόσωπα. Για τον Νίκο Μπελογιάννη έχουν γραφτεί πολλά, μεταξύ των οποίων αρκετά κείμενα από τη σύντροφό του Έλλη Ιωαννίδου, που επίσης καταδικάστηκε σε θάνατο. Λιγότερο γνωστός είναι ο Δημήτρης Μπάτσης, αστός διανοούμενος που έγραψε το περίφημο έργο «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα» και η ιστορία του είναι γεμάτη αντιφάσεις και απρόβλεπτες τροπές, ο Νίκος και η Μπεάτα Κιτσίκη, ο Ηλίας Αργυριάδης και η τραγική μοίρα των παιδιών του αλλά και πολιτικά πρόσωπα όπως ο Πλαστήρας, ο Ζαχαριάδης και ο διαβόητος Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιούριφοϋ. Είναι πολλά τα πρόσωπα που δρουν στο βιβλίο, όπου προσπαθώ να περιγράψω ιδίως τη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία τους να ζήσουν μια κανονική ζωή μετους έρωτες, τις οικογένειες και τις καθημερινές χαρές από τη μία πλευρά και από την άλλητηναυτοδέσμευσή τους να συμβάλλουν στην κοινωνική απελευθέρωση, στη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.
Υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και τη σημερινή;
Δεν ζούμε πια τον απροκάλυπτο αυταρχισμό του μετεμφυλιακού καθεστώτος, τονέλεγχο πολιτικών φρονημάτων, τις εξορίες και τις εκτελέσεις, αυτό είναι προφανές. Όσο και αν δέχεται σήμερα πλήγμα το κράτος δικαίου, η σύγκριση με το παρελθόν θα αδικούσε τη σταθερή δημοκρατία της Μεταπολίτευσης. Από την άλλη πλευρά, όσα σημάδεψαν τη μετεμφυλιακή ιστορία αποτελούν ένα συλλογικό τραύμα που υποδόρια συνεχίζει να διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Μπορεί ο εσωτερικός εχθρός να μην ορίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως τότε, όμως υφίστανται σήμερα διχοτομήσεις και διαιρετικές τομές, αλλά και πρακτικές ενός νέου τύπου βαθέως κράτους, στις οποίες μπορεί κανείς να εντοπίσει ορισμένες αναλογίες με το παρελθόν. Και βέβαια υπάρχουν αναλογίες ως προς την οικονομική υποτέλεια της χώρας.
Είναι τελικά «Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο» ένα πολιτικό βιβλίο, μια ερωτική ιστορία ή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Αρκετοί αναγνώστες μου είπαν ότι κατά τη γνώμη τους η πλοκή του βιβλίου έχει σημαντικά στοιχεία αστυνομικού και ερωτικού μυθιστορήματος. Κατά τη γνώμη μου είναι πρωτίστως ένα πολιτικό, μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, ένα μείγμα μέσα στο οποίο κάθε αναγνώστρια και αναγνώστης θα ξεχωρίσουν αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο. Τους έρωτες και τα υπαρξιακά διλήμματα των ηρώων μπροστά στον κίνδυνο, τις πολιτικές και δικαστικές ίντριγκες, την ατμόσφαιρα μιας τραυματικής εποχής που δεν είναι τόσο μακρινή όσο φανταζόμαστε.
Ποια είναι η αγαπημένη σας στιγμή μέσα στο βιβλίο;
Υπάρχουν αρκετές σκηνές που ξεχώρισαν οι αναγνώστες με τους οποίους συζήτησα. Για ορισμένους η παράνομη δράση, οι ανακρίσεις και οι εκβιασμοί, οι δίκες και οι πολιτικές ίντριγκες, για άλλους η ερωτική ιστορία του Τζορτζ Πολκ και της Ελληνίδας γυναίκας του ή του Μπελογιάννη και της Ιωαννίδου, ιδίως του Μπάτση και της Λίλιαν Καλαμάρο. Το κεφάλαιο στο οποίο ξαναγυρίζω είναι το πρώτο βράδυ μετά την καταδικαστική απόφαση του Μπελογιάννη σε θάνατο, όταν στη φυλακή ακούει κάποιον να τραγουδάει μέσα στη νύχτα το απαγορευμένο τραγούδι του Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει» και αναστοχάζεται τη ζωή του μέχρι τότε, αλλά και τα χρόνια που θα χάσει, τον νεογέννητο γιο του που δεν θα προλάβει να μεγαλώσει. Είναι οι ανθρώπινες στιγμές προσώπων που δημόσια δεν λύγισαν ποτέ.
Γιατί να γράψει ή να διαβάσει κανείς σήμερα την ιστορία του Μπελογιάννη και της Έλλης Ιωαννίδου, του Δημήτρη Μπάτση και της νεαρής γυναίκας του, του Πλουμπίδη, του Αργυριάδη, της Μπεάτας Κιτσίκη και των άλλων ηρώων του βιβλίου;
Έγραψα αυτό το βιβλίο επειδή δεν μπορούσα να μην το κάνω όταν έπεσα πάνω σε αυτή τη συγκλονιστική ιστορία. Ήθελα να τη μεταγράψω και να την επικοινωνήσω με ανθρώπους που ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελαν να την διαβάσουν. Πολλοί από εκείνους που διάβασαν το βιβλίο μού μίλησαν για τη γνήσια συγκίνηση που τους προκάλεσε η μοίρα αυτών των ανθρώπων. Αυτή η γνήσια συγκίνηση που προκαλεί η ιστορία είναι κατά τη γνώμη μου η πιο σημαντική πτυχή του βιβλίου. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω, γιατί οι αληθινές ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι συγκλονιστικές.
Ήταν πράγματι τρέλα να θέλουν «ν’ αλλάξουν το κόσμο» οι ήρωες του βιβλίου;
Από μία πλευρά ήταν τρέλα μετά τον Εμφύλιο, στην πρώτη, σκληρή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κάποιοι άνθρωποι να συνεχίσουν στην Ελλάδα να αγωνίζονται για τις ιδέες τους, με τεράστιο ρίσκο για τη ζωή τους και των οικείων τους. Από την άλλη, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι θα ήταν τρέλα και να μην θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να μην θέλουν να αλλάξουν έναν κόσμο ζόφου, αποκλεισμών, υποτέλειας και απροκάλυπτης, πανταχού παρούσας βίας.