Η Πολιτεία και η επιστημονική κοινότητα πρέπει να είναι σε συνεχή επαφή και επικοινωνία με την κοινωνία κι εδώ τα ΜΜΕ έχουμε το ρόλο μας… Αν αυτό ισχύει, τότε πρέπει να ξεκινήσουμε με μια διαπίστωση και μία παραδοχή: Δεν πάμε καλά. Δεν θα βγούμε αλώβητοι από τον κορονοϊό αυτό το χειμώνα αν δεν κάνουμε αλλαγή πλεύσης σε κάποιο επίπεδο.
Τα τελευταία μέτρα, παρότι σε άλλους φάνηκαν ημίμετρα -και ίσως είναι-, σε μεγάλη μερίδα των ανεμβολίαστων που επικοινωνεί τις απόψεις της μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης εκλήφθηκε ως εξής:
«Εγώ είχα σκοπό να το κάνω τελικά το εμβόλιο αλλά σε εκβιασμούς αυτού του τύπου δεν υποκύπτω. Αν θέλουν να το πάμε έτσι, με το ζόρι, εγώ προτιμώ να πεθάνω παρά να κάνω αυτό που θέλουν. Είναι ελεύθερος κι έτσι θα μείνω».
Στην επικοινωνία μας με έμπειρο ψυχίατρο, ο οποίος τυγχάνει να κινείται πολιτικά- ιδεολογικά στο χώρο της Δεξιάς, η απάντησή του στο ερώτημά μας, πώς εξηγεί την αντίδραση αυτή των ανεμβολίαστων, ήταν απρόσμενη: «Στην αρχή, καθώς ξεκίναγε η πανδημία, η ευθύνη ήταν της Πολιτείας τι μέτρα θα λάμβανε για να προστατεύσει τον κόσμο. Μετά τη διάθεση των εμβολίων και την «εκπαίδευση» όλων μας για τα μέτρα ατομικής και συλλογικής προστασίας, η ευθύνη πέρασε στους πολίτες. Και τώρα ξαναπερνάει στη Πολιτεία! Αν δεν τούς υποχρεώσει να εμβολιαστούν, αυτή φταίει για όσα θα συμβούν στο άμεσο μέλλον.
Μέχρι εκεί βέβαια που επιτρέπει το Σύνταγμα διότι δεν είμαι και Νομικός…».
Χθες το βράδυ εξάλλου, σε ανάρτησή του στο facebook ο καθηγητής της Σορβόννης, Γρηγόρης Γεροτζιάφας, ο οποίος ανήκει στις προοδευτικές δυνάμεις, έγραψε το εξής κείμενο:
«Η πανδημία επελαύνει και θα διαρκέσει. Σύμφωνα με τις σοβαρές εκτιμήσεις, ο περσινός Οκτώβρης θα μοιάζει με πρελούδιο. Ταυτόχρονα ο νοσολογικός χάρτης της χώρας - δηλαδή η συχνότητα, η βαρύτητα, η παρακολούθηση και η επείγουσα αντιμετώπιση πολιτών με άλλα νοσήματα ή ατυχήματα - έχει επιστρέψει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970. Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό εγκαταλείπουν το ΕΣΥ.
Αυτά είναι τρία δεδομένα που πρέπει να τα παίρνει πολύ σοβαρά υπόψιν όποιος προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει».
Μάλιστα ο καθηγητής σπεύδει να μάς λύσει και την απορία σχετικά με την επιστροφή στο 1970 αναφέροντας πιο κάτω, σε σχόλιό του «η φροντίδα υγείας παραμελείται ,οι δομές πρωτοβάθμιας (οι ελάχιστες) διαλύονται, το προσωπικό ελαττώνεται, τα νοσοκομεία διαλύονται, οι άνθρωποι φοβούνται...».
Τι χρειάζεται να γίνει; Οι άνθρωποι που έχουν επιστημονική άποψη είναι πολύτιμοι την ώρα αυτή και πρέπει να καθοδηγήσουν τους κυβερνώντες καθώς το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με μία μόνο παράμετρο ή με μία πολιτική επιλογή… Για παράδειγμα, αυτό που είπε την περασμένη Πέμπτη η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, και παρερμηνεύτηκε από όσους δεν γνωρίζουν το χώρο της Υγείας, ότι «έχουμε αναπνευστήρες και ΜΕΘ αλλά δεν έχουμε εντατικολόγους» είναι κάτι που γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες και που αποτελεί δέσμευση των ηγεσιών του υπουργείου Υγείας από τη Μεταπολίτευση και μετά…
Πρέπει να φτιάξουμε ένα χάρτη αναγκών της χώρας μας σε ιατρικές ειδικότητες και να δίνουμε ετησίως τον απαραίτητο αριθμό κάθε ειδικότητας. Να αποφασίσουμε δηλαδή πχ ότι χρειαζόμαστε 10.000 παθολόγους, 2000 εντατικολόγους, 10.000 καρδιολόγους και πάει λέγοντας… Κι αν σε μια ειδικότητα όπως είναι η Εντατικολογία -που είναι διπλή- υπάρχει έλλειψη, επειδή οι νέοι γιατροί δεν την επιλέγουν, πρέπει να δίνονται εγκαίρως κίνητρα ώστε να την επιλέξουν -ή ως ύστατη λύση- να φέρουμε γιατρούς από το εξωτερικό ή να επαναπατρίζουμε γιατρούς …από το εξωτερικό.
(Να εξηγήσουμε ότι για να λάβει κάποιος την ειδικότητα του Εντατικολόγου πρέπει να έχει ήδη ολοκληρώσει άλλη ιατρική ειδικότητα επί 4-5 χρόνια, είτε γενικού χειρουργού, είτε αναισθησιολόγου, είτε πνευμονολόγου, είτε παθολόγου, είτε παιδίατρου, είτε καρδιολόγου και στη συνέχεια να κάνει δεύτερη ειδικότητα που διαρκεί όμως 2 χρόνια, στο τέλος των οποίων περνάει πάλι από εξετάσεις για να λάβει το δεύτερο αυτό τίτλο).
Ομοίως, η οργάνωση της ΠΦΥ στη χώρα μας είναι μια κοινή προεκλογική δέσμευση που δεν γίνεται ποτέ πραγματικότητα. Τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά και με λειτουργικότητα που να φτάνει στους πολίτες. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κάποιος που η πανδημία, -μια σκληρή, πρωτόγνωρη κατάσταση ούτως ή άλλως για όλο τον πλανήτη- μάς βρήκε ανοργάνωτους και ανοχύρωτους.
Τα μνημόνια έχουν αφήσει την ΠΦΥ και το ΕΣΥ χωρίς νέο προσωπικό, με τους επικουρικούς γιατρούς να αγωνιούν σε τακτά διαστήματα για την τύχη τους, και τους μεγαλύτερους να μετρούν τις ημέρες για τη συνταξιοδότηση. Ναι, διπλασιάσαμε τις ΜΕΘ από πέρσι αλλά τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν μπορούμε να τους διπλασιάσουμε. Ούτε και να δημιουργήσουμε μέσα στη κρίση ως δια μαγείας επαρκές «δίκτυο» Πρωτοβάθμιας Φροντίδας ώστε οι ασθενείς με κορωνοϊό που δεν χρειάζονται νοσηλεία, να μπορούν να ζητήσουν από κάπου παρακολούθηση, χωρίς να πλησιάσουν τα δοκιμαζόμενα νοσοκομεία…
Το πρόβλημα λοιπόν είναι διαχρονικό, βαθύ και δισεπίλυτο. Κάθε άποψη ειδικού που γίνεται με γνώμονα τη διευκόλυνση των ασθενών και τη βελτίωση της κατάστασης αυτό το χειμώνα, πρέπει να είναι όχι μόνο αποδεκτή, αλλά και ζητούμενη και πολύ σοβαρά εξεταζόμενη από όσους λαμβάνουν αποφάσεις.