Κι ενώ η συζήτηση στη Βουλή ήταν για την υλοποίηση δωρεάς 160 εκατ. ευρώ του ΙΣΝ για τη δημιουργία του πρώτου παιδιατρικού νοσοκομείου στη βόρεια Ελλάδα, στην επιφάνεια βγήκε το ιδεολογικό βάραθρο που χωρίζει τις δυο πτέρυγες της Βουλής…
Δύο καυτές πατάτες πήρε στα χέρια της χθες η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα αναμοχλεύοντας δύο από τα πολλά θέματα του χώρου της υγείας που φέρνουν παραδοσιακά αντιμέτωπους «δεξιούς» και «αριστερούς»:
Πρέπει το δημόσιο σύστημα υγείας να παραμείνει και κρατικό, δηλαδή να ελέγχεται μόνο από την Πολιτεία, σε όλα τα επίπεδα, με ό,τι θετικό αλλά και αρνητικό αυτό συνεπάγεται; Πρέπει οι γιατροί στο ΕΣΥ να είναι αποκλειστικής απασχόλησης ή θα είναι προς το συμφέρον όλων -ασθενών και γιατρών- αν αποκτήσουν τα προνόμια των καθηγητών πανεπιστημίου και των στρατιωτικών γιατρών που μπορούν παράλληλα με τη δραστηριότητά στα δημόσια νοσοκομεία να εξασκούν και ιδιωτικό επάγγελμα;
Το τελευταίο θέμα έχει τεθεί πολλάκις στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, αρχής γενομένης από τη δημιουργία του ΕΣΥ από τον αείμνηστο Γ. Γεννηματά. Η αριστερή σκέψη και αντιμετώπιση των πραγμάτων λέει να μην έχουν ούτε καθηγητές και στρατιωτικοί τα προνόμια αυτά. Να είναι όλοι αυστηρά στο δημόσιο σύστημα υγείας, με μόνιμη και αποκλειστική εργασία. Και στο άλλο θέμα, του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα των νοσοκομείων, ενώ η θεωρητικά φιλολαϊκή άποψη είναι να χαίρουν όλοι μόνιμης και αποκλειστικής απασχόλησης, πρακτικά δεν έχει γίνει τίποτα ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών σε βάθος χρόνου με αξιολόγηση των ανθρώπων αυτών, κάτι που στον ιδιωτικό τομέα γίνεται ομολογουμένως δια ροπάλου…
Η αντίληψη αυτή είναι λοιπόν -τουλάχιστον στο θεωρητικό της επίπεδο- η πιο φιλολαϊκή και φιλεργατική. Αλλά στην πράξη όλοι ξέρουμε τι έχει γίνει: Το ΕΣΥ κάθε 4ετία αλλάζει διοικητές στα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης όσοι είναι αρεστοί στην εκάστοτε κυβέρνηση… Έχουμε δει πρώην στρατιωτικούς, γυμναστές, ανεπάγγελτους πολιτευτές που δεν κατάφεραν να εκλεγούν, και εντελώς άσχετους με την Υγεία να προσπαθούν να βάλουν τάξη εκεί που χρειάζεται ειδικός στη δημόσια διοίκηση και στη διοίκηση μονάδων υγείας.
Οι δε μόνιμοι γιατροί και νοσηλευτές είναι φυσικά στην πλειοψηφία τους υγιείς και άξιοι, αλλά έρευνα που έγινε προ 10ετίας περίπου, είχε καταδείξει ότι σχεδόν σε κάθε νοσοκομείο της χώρας, υπήρχε ένα μικρό ποσοστό υγειονομικών με σοβαρό ψυχιατρικό νόσημα το οποίο εμπόδιζε την εργασία στην κλινική, κι ένα ποσοστό μόνιμων εργαζόμενων στη διοίκηση κι άλλες υποστηρικτικές θέσεις, που απείχε από τα καθήκοντα με διάφορες δικαιολογίες και με τις «πλάτες» της εκάστοτε διοίκησης (εφόσον ψήφιζαν το ίδιο πολιτικό κόμμα βέβαια). Όποιος τόλμησε να θίξει τα παραπάνω ήταν ο «εχθρός» του εργαζόμενου. Αλλά όταν ο πολίτης κατέφευγε στο νοσοκομείο την ώρα της ανάγκης και γινόταν αποδέκτης της διάλυσης, τότε ο εχθρός ήταν η εκάστοτε κυβέρνηση.
Κι αν σε αυτό σημείο φαίνεται να παίρνω θέση υπέρ του να γίνουν όλα ιδιωτικά, σπεύδω να σημειώσω ότι δεν είναι αυτή η άποψή μου, ούτε θεωρώ ότι θα λυθούν με τον τρόπο αυτό τα προβλήματα.
Αν κοιτάξει κάποιος τι γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη και ειδικά σε προηγμένες χώρες με κορυφαία και ασθενο-κεντρικά συστήματα υγείας, όπως αυτό της Σουηδίας και του Βελγίου, θα δει ότι έχουν καταφέρει να βρουν τις ισορροπίες δημόσιου- ιδιωτικού υπέρ του πολίτη αλλά και με σεβασμό στις σπουδές και τον κόπο του γιατρού και του νοσηλευτή, τους οποίους δεν εξαναγκάζουν σε μετανάστευση. Επίσης, ο εργαζόμενος που ασθενεί ή βρίσκεται σε οποιαδήποτε άλλη ανάγκη, δεν έχει ανάγκη να κοροϊδέψει το σύστημα για να λείψει από την εργασία του αλλά τού παρέχονται δικλείδες για να λάβει ειδικού τύπου άδειες, με παράλληλη προσωρινή αντικατάστασή του χωρίς να χάσει τη θέση του (εξού και στις χώρες αυτές είναι σαφώς περισσότερα τα παιδιά που αποκτά κάθε γυναίκα εργαζόμενη, καθώς το κράτος είναι σύμμαχός της και δεν χρειάζεται να το παρακάμψει ή να στερηθεί τη μητρότητα). Έτσι, ούτε ο εργαζόμενος αναγκάζεται να «κοροϊδέψει» το σύστημα, ούτε το σύστημα καταρρέει με κάθε αποχώρηση…
Η κ. Γκάγκα, η οποία σημειωτέον έχει καριέρα 30 ετών στο ΕΣΥ, επικαλέστηκε χθες από το βήμα της Βουλής, έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σύμφωνα με την οποία, τα νοσοκομεία που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ είναι κατά 70% αποδοτικότερα από αυτά του δημοσίου τομέα ως προς τη διαχείριση, την εξοικονόμηση πόρων και την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών… Αν αυτό ισχύει, η Αριστερά οφείλει να το εξετάσει και να αντιπροτείνει κάτι που να θεωρεί καλύτερο.
Επίσης η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, δήλωσε ως προς τη δυνατότητα των γιατρών του ΕΣΥ να δραστηριοποιούνται και στον ιδιωτικό τομέα ότι «αποτελεί ύψιστης σημασίας το ζήτημα στελέχωσης των νοσοκομείων. Στο ΕΣΥ υπάρχουν ιατροί πολλών ταχυτήτων.
Υπάρχουν οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί και οι ιατροί του ΕΣΥ. Οι πανεπιστημιακές θέσεις γίνονται ανάρπαστες γιατί οι πανεπιστημιακοί έχουν δικαίωμα άσκησης ελευθέρου επαγγέλματος παράλληλα με το έργο τους μέσα στα νοσοκομεία. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι στρατιωτικοί. Πρέπει λοιπόν να προσφέρουμε τις ίδιες δυνατότητες σε όλους τους ιατρούς. Δυνατότητες που δίνονται σε άλλες χώρες με αποτέλεσμα να φεύγουν από την δική μας. Δίνοντας αυτές τις ευκαιρίες θα στελεχωθούν οι θέσεις των περιφερειακών νοσοκομείων. Δεν είναι καινοφανές αυτό, ισχύει στα περισσότερα συστήματα της Ευρώπης».
Η εύλογη ερώτηση κατά την άποψή μου θα ήταν «που στην Ευρώπη», «ποια είναι τα στοιχεία από εκεί»; Να τα δουν, να τα εξετάσουν, να κρίνουν αν είναι εφαρμόσιμα στη χώρα μας και να έχουν αντίλογο με ουσία. Άλλωστε το παράδειγμα του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου που είναι ΝΠΙΔ αλλά προσβάσιμο σε ασθενείς από το ΕΣΥ, όπως και το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη, είναι δύο καλά παραδείγματα, υπαρκτά και με διαθέσιμα στοιχεία εδώ και πολλά χρόνια ώστε να κρίνει κάποιος που μάς οδηγούν οι καιροί…
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ
Ο πρώην υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός πάντως, τοποθετούμενος στη Βουλή για το θέμα του νέου νοσοκομείου παίδων με μορφή ΝΠΙΔ έδωσε το στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ που στη συνέχεια ψήφισε «παρών»…
«Η αλλαγή του νομικού χαρακτήρα, το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, δεν είναι καθόλου αθώα και, φυσικά, δεν είναι κάποια ιδεολογική εμμονή δική μας. Θεωρώ ότι ακριβώς έχει μια στρατηγική ευελιξίας των νέων αυτών δομών, εκκινώντας από το Νοσοκομείο Κομοτηνής -τώρα και με το Παιδιατρικό της Θεσσαλονίκης… Είχε γίνει μια συζήτηση ακόμα και για τριτοβάθμια νοσοκομεία του ΕΣΥ, όπως το Νοσοκομείο της Λάρισας, παλιότερα. Θεωρώ ότι ακριβώς δημιουργείται ένα πιο ευέλικτο διοικητικό πλαίσιο, για να μπορέσουν οι υποδομές "φιλέτα" του συστήματος υγείας να δώσουν ζωτικό χώρο σε ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι θα επιδιώξουν σε κάποια φάση να έχουν κερδοφορία από τον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας του συστήματος υγείας. Δεν μιλάμε τώρα για υποστηρικτικές υπηρεσίες -ασφάλεια, σίτιση, καθαριότητα και λοιπά- που, ούτως ή άλλως, η στρατηγική σας είναι να επαναφέρετε τους εργολάβους.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι είμαστε -και φαίνεται τώρα με τη νέα πολιτική ηγεσία- σε μια ορατή αναπροσαρμογή γραμμής. Μέχρι τώρα είχαμε τη γραμμή της παθητικής ιδιωτικοποίησης του συστήματος. Δηλαδή, απαξιώνεται το ΕΣΥ, αναστέλλεται η τακτική του λειτουργία, δεν εξυπηρετεί με το πρόσχημα της πανδημίας όλο το φάσμα των αναγκών και των περιστατικών και των χρονίως πασχόντων στη χώρα. Ο κόσμος αυτός αναγκάζεται να αναζητεί υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα, να επιβαρύνεται οικονομικά. Άρα είναι μια έμμεση ιδιωτικοποίηση…».