Συσκευή ανίχνευσης των παραλλαγών του κορονοϊού σε εσωτερικούς χώρους και σε πραγματικό χρόνο δημιούργησαν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις.
Η συσκευή μπορεί να ανιχνεύσει τον ιό μέσα σε περίπου 5 λεπτά.
Πρόκειται για μια φθηνή συσκευή που είναι ο πιο ευαίσθητος ανιχνευτής που υπάρχει, σύμφωνα με τους ερευνητές. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε νοσοκομεία και άλλους χώρους υγειονομικής περίθαλψης, σχολεία και δημόσιους χώρους για να βοηθήσει στην ανίχνευση του ιού, καθώς και άλλων αερολυμάτων αναπνευστικών ιών, όπως η γρίπη και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV).
«Εάν βρίσκεστε σε ένα δωμάτιο με 100 άτομα, δεν θέλετε να μάθετε πέντε ημέρες αργότερα αν μπορεί να είστε άρρωστοι ή όχι. Η ιδέα με αυτή τη συσκευή είναι ότι μπορείτε να γνωρίζετε ουσιαστικά σε πραγματικό χρόνο ή κάθε 5 λεπτά αν υπάρχει ζωντανός ιός», επισημαίνει ο καθηγητής Νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου και ο ερευνητής, Τζον Τσιρίτο.
«Σε ένα νοσοκομειακό περιβάλλον η συσκευή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του σταφυλόκοκκου ή του στρεπτόκοκκου που προκαλούν κάθε είδους επιπλοκές στους ασθενείς. Αυτό θα μπορούσε πραγματικά να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία των ανθρώπων», προσθέτει.
Ο κ. Τσιρίτο και η ερευνήτρια Κάρλα Γιουέντε, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή, είχαν προηγουμένως αναπτύξει έναν βιοαισθητήρα που ανιχνεύει το βήτα αμυλοειδές ως βιοδείκτη για τη νόσο Αλτσχάιμερ και αναρωτήθηκαν αν θα μπορούσε να μετατραπεί σε ανιχνευτή για τον SARS-CoV-2. Απευθύνθηκαν σε ερευνητές οι οποίοι είχαν εμπειρία στην κατασκευή οργάνων σε πραγματικό χρόνο για τη μέτρηση της τοξικότητας του αέρα.
Για να μετατρέψουν τον βιοαισθητήρα, οι ερευνητές αντάλλαξαν το αντίσωμα που αναγνωρίζει το βήτα αμυλοειδές με ένα νανοαντίσωμα που αναγνωρίζει την πρωτεΐνη ακίδας από τον ιό SARS-CoV-2. Στη συνέχεια ενσωμάτωσαν τον βιοαισθητήρα σε έναν δειγματολήπτη αέρα που λειτουργεί με βάση την τεχνολογία υγρού κυκλώνα. Τώρα η ομάδα εργάζεται στην κατεύθυνση της εμπορικής διάθεσης του οργάνου παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Nature Communications».