Απόλυτα σύμφωνο βρίσκει τον αναπληρωτή καθηγητή Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας, Δημήτρη Παρασκευή, η προσέγγιση πως ένα νέο lockdown δε μπορεί παρά να αποτελεί το «ύστατο μέτρο» απέναντι στην επιδημία του κορονοϊού στην Ελλάδα, προκειμένου «να μπορεί να λειτουργεί η οικονομία, να μπορούμε να λειτουργούμε μέσα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μας», ενώ διαμηνύει, μέσω του iEidiseis, πως πρέπει όλοι να εστιάσουμε στην τήρηση των μέτρων προστασίας.
Μιλώντας για τα κριτήρια που εξετάζουν οι ειδικοί προτού στραφούν σε ένα σκληρό μέτρο, όπως η οριζόντια καραντίνα, σε συνέχεια και της συζήτησης που τροφοδότησε το τελευταίο διάστημα ο «πορτοκαλί» συναγερμός στην Αττική, ο ίδιος εξηγεί πως λαμβάνονται υπόψιν «ένας συνδυασμός παραμέτρων, που έχουν να κάνουν με τον αριθμό των κρουσμάτων ανά μονάδα πληθυσμού, με τις δυνατότητες του συστήματος υγείας, με την τάση που υπάρχει σε ότι αφορά τους θανάτους κ.ο.κ.. Όταν αυτοί οι δείκτες επιβαρυνθούν σημαντικά και δεν υπάρχει άλλο μέτρο που θα μπορεί να περιορίσει τη διασπορά, τότε το lockdown αποτελεί ένα πιθανό μέτρο».
Επίσης, η εφαρμογή του «εξαρτάται και από τη γεωγραφική διασπορά, καθώς υπάρχουν περιοχές οι οποίες είναι είναι περισσότερο επιβαρυμένες σε σχέση με άλλες. Είδαμε παραδείγματα, όχι ακριβώς lockdown, όπου εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πολύ αυστηρά μέτρα, ακόμα και περιορισμός στην κυκλοφορία, προκειμένου να ελεγχθεί η διασπορά».
Μάλιστα ο κ. Παρασκευής εκτιμά πως το καθολικό lockdown συνιστά «μακρινό σενάριο», μιας και που «υπάρχει μεγάλη διαφορά στη γεωγραφική διασπορά του ιού ανά την επικράτεια». «Ευελπιστώ ότι θα είμαστε σε θέση να ελέγξουμε τη διασπορά του ιού και το γενικότερο μήνυμα είναι να προσπαθούμε να τηρούμε τα μέτρα, ώστε να μη χρειαστεί να εφαρμοστεί το lockdown», προσθέτει.
Σε ερώτηση του iEidiseis σχετικά με τους υψηλούς αριθμούς ημερήσιων κρουσμάτων στον νομό της πρωτεύουσας ο αν. καθηγητής επαναλαμβάνει πως η απόφαση για την επιβολή ενός lockdown, τοπικού εν προκειμένω, δε μπορεί παρά να προϋποθέτει τον συνυπολογισμό πολλαπλών παραγόντων.
«Μπορεί ένας υψηλός αριθμός κρουσμάτων να μας χτυπά ένα ηχηρό καμπανάκι αλλά η διαθεσιμότητα, η αντοχή του συστήματος υγείας να μην έχει φτάσει "ταβάνι". Ή μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο: η διαθεσιμότητα του συστήματος υγείας να είναι κοντά στα όρια της και ο αριθμός των κρουσμάτων να μην είναι υψηλός», τονίζει.
Ποια επιπλέον μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν
Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, εφόσον η επιδημιολογική εικόνα της Αττικής δε βελτιωθεί, και με δεδομένο πως η καραντίνα είναι το τελευταίο «σκαλοπάτι» σε μία κλίμακα περιορισμών, ο κ. Παρασκευής παραθέτει μέσω παραδειγμάτων ποιες επιπλέον αποφάσεις θα μπορούσαν να τεθούν σε ισχύ: «Κατ' αρχήν υπάρχουν οριζόντια μέτρα που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού όπως η καθολική χρήση μάσκας και σε εξωτερικούς χώρους. Έπειτα υπάρχουν μέτρα όπως ο περιορισμός κυκλοφορίας για ευπαθείς ομάδες, η αναστολή λειτουργίας κάποιων καταστημάτων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο ισχύει μέχρι τώρα, ο ακόμα μεγαλύτερος περιορισμός του αριθμού των ατόμων σε συναθροίσεις και η η σύσταση για περαιτέρω ενίσχυση της τηλεργασίας».
Ακόμη, στην «εργαλειοθήκη» των αρχών θα μπορούσαν να βρεθούν μέτρα για τον περιορισμό του συγχρωτισμού στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς - λ.χ. με την παρέμβαση της πολιτείας ώστε να υπάρξουν περισσότερα δρομολόγια - καθώς και στοχευμένοι διαγνωστικοί έλεγχοι σε περιοχές με μεγαλύτερο πρόβλημα, σύμφωνα με τον αν. καθηγητή.
Πού βρίσκεται ο δείκτης μεταδοτικότητας του ιού
Σε σχέση με τον δείκτη Rt, το μέτρο της μολυσματικότητας του ιού κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες (δηλαδή τα μέτρα για την αναχαίτιση της επιδημίας), το μέλος της Επιτροπής των ειδικών σημειώνει πως πανελλαδικά βρίσκεται στη μονάδα, «ή ελαφρώς κάτω από αυτή», ενώ στην Αττική υπολογίζεται στο 1 ή λίγο παραπάνω - η ακριβέστερη εικόνα για την επιδημία και την επίδραση των νέων μέτρων σε αυτή θα είναι διαθέσιμη στους επιστήμονες τις επόμενες ημέρες.
Θυμίζει δε πως «τα ημερήσια κρούσματα απεικονίζουν τις μεταδόσεις που έχουν συμβεί πριν από 10 - 15 ημέρες» και πως σήμερα, επομένως, βλέπουμε τι συνέβη στην κοινότητα κατά τα μέσα του Σεπτέμβριου, ενώ κύρια παραμένει η υπόθεση πως «πηγή» των πολλαπλών μολύνσεων υπήρξε η επιστροφή των πολιτών από τις διακοπές, αν και ειδικοί δεν έχουν ακριβή στοιχεία.
Σημειώνεται πως αν έχουμε R > 1, ο αριθμός των μεταδόσεων παρουσιάζει αυξητική τάση, σε αντίθεση με όταν το R < 1.
Σε εξέλιξη το δεύτερο κύμα
Απαντώντας σε ερώτηση για τον ορισμό και την πορεία του δεύτερου κύματος, ο Δημ. Παρασκευής αναφέρει πως «ξεκίνησε στα τέλη Ιουλίου, είχε εκθετική αύξηση μέχρι τις 15 Αυγούστου», ενώ στη συνέχεια «έδειξε σταθεροποιητική τάση, με την Αττική να παρουσιάζει αυξητική τάση περίπου από τις αρχές Σεπτέμβριου».
Εξάλλου, κληθείς να σχολιάσει τους παραλληλισμούς με το δεύτερο κύμα της ισπανικής γρίπης και τη σχετική σεναριολογία, εξηγεί πως «η πορεία του δεύτερου κύματος εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. Το αν θα είναι ηπιότερο ή χειρότερο θα εξαρτηθεί κυρίως από τη δική μας συμπεριφορά, από το αν θα τηρήσουμε τα μέτρα αλλά και από το αν η πολιτεία θα δείξει γρήγορα αντανακλαστικά, αν θα πάρει τις σωστές αποφάσεις, από το ποιες είναι οι αντοχές του συστήματος υγείας σε κάθε περιοχή, από το πώς αυτό έχει θωρακιστεί, από το ποια είναι η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού, από το αν θα προσέξουν περισσότερο ή λιγότερο οι ευπαθείς ομάδες, από το αν θα εμβολιαστούν έναντι της γρίπης, κ.ο.κ.. Σημαντικό ρόλο έχει και το πόσο ικανοποιητικά λειτουργούν οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας, το αν γίνεται ικανοποιητική ιχνηλάτηση, διαγνώσεις κλπ.».
Δεν προκύπτει, λοιπόν, πως «για κάθε νόσημα και σε κάθε χρονική περίοδο το δεύτερο κύμα θα είναι οπωσδήποτε πιο σοβαρό: Εξαρτάται από το βαθμό ανοσίας του πληθυσμού, τη συμπεριφορά του, τη μολυσματικότητα και όλα τα παραπάνω», υπογραμμίζει. Άλλωστε, «σήμερα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον κορονοϊό (σ.σ. συγκριτικά με την α' περίοδο της επιδημίας), ενώ η κοινωνία γνωρίζει τα μέτρα προστασίας και το πώς να προφυλαχθεί».
Σε ερώτηση για το εμβόλιο της γρίπης, επ'αφορμής της αναφοράς της σημασίας του ως μέσο πρόληψης, αλλά και των ρεπορτάζ για την αυξημένη ζήτησή του, ακόμη και από άτομα εκτός των κατηγοριών του πληθυσμού για τα οποία συστήνεται, ο κ. Παρασκευής δηλώνει πως «το αντιγριπικό εμβόλιο συστήνεται για ευπαθείς ομάδες και επαγγελματίες υγείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαγορεύεται να το κάνει κάποιος που δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς. Είναι θετικό το ότι συνάνθρωποι μας θέλουν να εμβολιαστούν, το ότι αντιλαμβάνονται τη σημασία της πρόληψης».
Η κυκλοφορία ενός αποτελεσματικού και ασφαλούς εμβολίου για τον κορονοϊό, όμως, είναι εκείνη που θα σηματοδοτήσει το τέλος της υγειονομικής κρίσης. Όπως λέει στο iEidiseis ο κ. Παρασκευής, «θα έχουμε ένα σημαντικό όπλο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιδημίας, όταν θα έχουμε το εμβόλιο», γεγονός που το αισιόδοξο σενάριο το τοποθετεί στις αρχές του 2021. «Ο κορονοϊός θα παραμείνει με εμάς αλλά θα ακολουθήσει μια πορεία σαν τον ιό της γρίπης - άπαξ και έχουμε το εμβόλιο και έχουμε ικανοποιητική ανοσία, δε θα μας απασχολεί πολύ».
Τα τελευταία δεδομένα
Υπενθυμίζεται πως την Πέμπτη (24/9) ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε 342 νέα κρούσματα στη χώρα, με τα 213 εξ αυτών να αφορούν στην Π.Ε. Αττικής.
Σε απόλυτους αριθμούς οι διασωληνωμένοι ασθενείς εμφάνισαν μικρή μείωση (68), σε σχέση με το δελτίο επιδημιολογικής επιτήρησης της Τετάρτης, ωστόσο από εντός 24 ωρών καταγράφηκαν ακόμη 9 θάνατοι. Αξίζει δε να σημειωθεί πως μεταξύ των διασωληνωμένων ασθενών παραμένει ένα ανήλικο άτομο, ενώ η διάμεση ηλικία όσων βρίσκονται στις ΜΕΘ σε κρίσιμη κατάσταση είναι τα 68 έτη.
Συνολικά, τα περιστατικά του ιού στην Ελλάδα έφτασαν τα 16.627, ενώ τα θύματα της νόσου ανήλθαν σε 366.