Η απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, που εκδηλώθηκε από τους ιδιοκτήτες δώδεκα μεγάλων ευρωπαϊκών club (G12), ήταν μάλλον αναμενόμενη.
Προφανώς δε γνωρίζαμε τον τρόπο και τη στιγμή, αλλά ήταν γνωστό ότι στις τάξεις των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων είχαν ήδη ξεκινήσει διεργασίες, για την ανατροπή της υφιστάμενης ποδοσφαιρικής τάξης.
Βάσει των απλών αρχών του μάρκετινγκ, επίσης αναμενόμενη ήταν και η αποτυχία του εγχειρήματος. Αυτό όμως, δε σημαίνει ότι ήταν μία εύκολη υπόθεση. Ούτε θα περίμενε κανείς ότι οι μεγιστάνες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα ανέκρουαν πρύμναν τόσο γρήγορα. Οι G12 κινήθηκαν από τη λογική του κέρδους και έχοντας το επείγον να καλύψουν τα τεράστια χρέη των ομάδων τους. Προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα, στηριζόμενοι όχι στα βασικά συστατικά του αθλήματος, αλλά στα δισεκατομμύρια της JP Μοrgan.
Ο αμερικάνικος κολοσσός, αποπειράθηκε να εξαγοράσει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, και να το μετατρέψει σε μία μορφή κλειστού πρωταθλήματος τύπου NBA, εκμεταλλευόμενη τη δεινή οικονομική θέση των μεγάλων ευρωπαϊκών club,που με τη σειρά τους επεδίωξαν να πετύχουν με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: Αφενός, να σβήσουν χρέη και αφετέρου να βάλουν στο χέρι ολόκληρη την πίτα των κερδών του παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού.
Η αποτυχία τους ήταν δεδομένη, διότι επιχείρησαν να κερδίσουν από το ποδόσφαιρο, αφήνοντας έξω το ίδιο το ποδόσφαιρο.
Η ιστορία πάντα διδάσκει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των golden boys είναι ότι προσπαθούν να κάνουν μπίζνες, χωρίς να έχουν κουλτούρα και χωρίς να έχουν διαβάσει ιστορία.
Γιατί αν είχαν διαβάσει ιστορία, θα ήξεραν ότι η πρώτη μεγάλη εξάπλωση του ποδοσφαίρου, έγινε όταν η διοργανώτρια αρχή του Κυπέλλου Αγγλίας (TheFA), αναγνώρισε το δικαίωμα συμμετοχής στη διοργάνωση ποδοσφαιριστών που δεν ήταν ερασιτέχνες, αλλά που έπαιζαν επί πληρωμή. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη του θεσμού, η Μπλάκμπουρν γίνεται η πρώτη ομάδα με «επαγγελματίες» ποδοσφαιριστές που κατέκτησε τον τίτλο (1882). Μέχρι τότε το Κύπελλο Αγγλίας κατακτούσαν λέσχες ευγενών και ομάδες κολεγίων.
Η κατάκτηση μόνο εύκολη δεν ήταν. Οι προλετάριοι της Μπλάκμπερν έπρεπε να νικήσουν στο γήπεδο τους καλοζωισμένους αντίπαλούς τους και ταυτόχρονα να πείσουν την Ομοσπονδία, ότι η συμμετοχή παικτών, που εκτός από το μεροκάματο στη φάμπρικα έπαιρναν και κάτι παραπάνω, για να παίξουν μπάλα, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή. Και επομένως, οι νίκες τους ήταν και νόμιμες και έγκυρες.
Η Ομοσπονδία αναγκάστηκε να πεισθεί χάρη σε δύο βασικούς παράγοντες: Την παρέμβαση των ίδιων των ποδοσφαιριστών και κυρίως των πιο μεγάλων αστέρων της εποχής, πολλοί εκ των οποίων ήταν αριστοκράτες που αναγνώριζαν την αθλητική αξία των αντιπάλων τους. Πρωτεργάτης, ο μυθικός παίκτης της εποχής εκείνης, ο ΛόρδοςKinnaird, ο οποίος, αν και ευγενής (ή ίσως επειδή ήταν πραγματικός ευγενής) τα έβαλε με τα μέλη της ομοσπονδίας και τους έπεισε ότι οι εργατικές – «επαγγελματικές» ομάδες δε θα έπρεπε να αποκλειστούν.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η πίεση των φιλάθλων.
Η τελική απόφαση της FA να δικαιώσει την Μπλάκμπερν, έβγαλε το Κύπελλο Αγγλίας και, κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο από τις κλειστές λέσχες και φυσικά απογείωσε τη λαοφιλία του αθλήματος και το κατέστησε απολύτως και καθολικά δημοφιλές. Η αίσθηση ότι η εργατική τάξη βρήκε ένα πεδίο όπου θα μπορούσε να ανταγωνιστεί και να κερδίσει την πανίσχυρη αστική τάξη, το χαρακτηριστικό του ποδοσφαίρου ότι ο πιο μικρός μπορεί να νικήσει τον πιο μεγάλο, είναι αυτό που το καθιστά μακράν το ομορφότερο σπορ στον κόσμο.
Ο Λόρδος Κinnaird, όταν σταμάτησε την μπάλα έγινε ο Πρόεδρος της FAγια τριάντα τρία χρόνια, ενώ από το 1883 και μετά το Κύπελλο Αγγλίας το κατακτούσαν μόνο «επαγγελματικές» ομάδες και όχι λέσχες ευγενών ή κολλέγια.
Η αναλογία με τη σημερινή κατάσταση είναι προφανής. Όπως τώρα έτσι και τότε, αυτοί που φάνταζαν πανίσχυροι, ηττήθηκαν. Το ποδόσφαιρο παρέμεινε το παιχνίδι όλων. Όπως τότε έτσι και τώρα το ποδόσφαιρο νίκησε χάρη στους δύο βασικούς υπερασπιστές των χαρακτηριστικών του αθλήματος: τους ποδοσφαιριστές και τους φιλάθλους.
Αξίζει μία αναφορά στους βρετανούς φιλάθλους, για τους οποίους έχουν κατά καιρούς ειπωθεί πολλά άσχημα: Με την αντίδρασή τους, απέδειξαν ότι πριν, πάνω και περισσότερο από κάθε άλλον οπαδό στον κόσμο, είναι οι φορείς της βαριάς παράδοσης και των πιο ισχυρών αξιών του αθλήματος. Δε νομίζω ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος οπαδός στον κόσμο (για τους Έλληνες, δεν το συζητώ καν), να αναρτήσει κηδειόχαρτο της ίδιας του της ομάδας. Δε νομίζω ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος οπαδός στον κόσμου, να διακρίνει τόσο ξεκάθαρα, τη διαφορά ανάμεσα στην ομάδα και την ιδιοκτησία. Στάθηκαν ανεπιφύλακτα απέναντι σε ιδιοκτήτες, που έχουν φέρει στις ομάδες τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους τίτλους.
Ο ρόλος των Γερμανών και η σκληρή στάση που κράτησε η Μπάγερν λειτούργησε επίσης, καταλυτικά. Η Μπάγερν επιτάχυνε τις εξελίξεις και οδήγησε στην κατάρρευση του χάρτινου πύργου. Οι Βαυαροί, εδώ και χρόνια, έχουν στήσει ένα μοντέλο οργάνωσης, που αποδεικνύει σε όλους τους νεόπλουτους golden boys ότι ένα ποδοσφαιρικό σωματείο, μπορεί να κερδίζει ταυτόχρονα και στο ταμείο και στο γήπεδο. Οι ομάδες της Bundesliga ακολούθησαν εδώ και πολλά χρόνια ένα συλλογικό συνεργατικό μοντέλο ανάπτυξης του εθνικού πρωταθλήματός τους. Η ανάπτυξη των ποδοσφαιρικών ακαδημιών από όλες τις ομάδες, στη βάση του ίδιου τεχνικού μοντέλου (συγκεκριμένο σύστημα παιχνιδιού - σχολή ποδοσφαίρου) η συλλογική εκμετάλλευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, με ταυτόχρονη εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης, εξασφαλίζει στο γερμανικό πρωτάθλημα βιωσιμότητα και ανάπτυξη. Το γερμανικό ποδόσφαιρο παραμένει συστηματικά και σε όλα τα επίπεδα στην κορυφή. Η Μπάγερν επωφελείται του μοντέλου αυτού, περισσότερο από τους υπόλοιπους, γιατί η εσωτερική της οργάνωση της επιτρέπει να αγοράζει τους καλύτερους παίκτες.
Η εκκωφαντική σφαλιάρα που δέχθηκαν, τα golden boys οδήγησε ήδη σε παραίτηση τον Πρόεδρο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και δε θα εκπλαγώ αν παραιτηθούν άμεσα και άλλοι, καθώς, απέτυχαν να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα των χρεών των ομάδων τους.
Το προσωπικό τους δράμα, ποσώς ενδιαφέρει τους φιλάθλους. Το ποδόσφαιρο, μετά από κάθε κρίση του, βγαίνει πάντα πιο ισχυρό. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, γιατί αναδείχθηκε η σημασία του ρόλου των φιλάθλων και των ποδοσφαιριστών. Οι αρμόδιες αρχές, που δεν είναι άλλες από τις εθνικές ομοσπονδίες και διεθνείς συνομοσπονδίες του αθλήματος, πρωτίστως η FIFAκαι η UEFA, οφείλουν να σταματήσουν να χαϊδεύουν συστηματικά τα πλουσιόπαιδα και να επενδύσουν θεσμικά στους πραγματικούς υπερασπιστές του αθλήματος: στους αθλητές και στους φιλάθλους.
Σε οικονομικό επίπεδο, υπάρχει μπροστά ένα λαμπρό πεδίο δόξας, που θα εξασφαλίσει τεράστια κέρδη. Ένα πεδίο πολύ πιο ασφαλές και πολύ πιο σίγουρο από τα δισεκατομμύρια της JPMorgan:
Αν το προηγούμενο «μπουμ» προερχόταν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα (που εκτόξευσαν και τα εμπορικά), το επόμενο που δε θα αργήσει να έρθει είναι τα δικαιώματα ίντερνετ: Η βιομηχανία του ποδοσφαίρου, μέσα από διάφορες ιντερνετικές πλατφόρμες (πχ. amazon, google, Netflix), πολύ γρήγορα θα πολλαπλασιάσει τα έσοδά της. Εκεί, ανάλογα με τη θέση που θα έχει ο καθένας, βάσει του ανταγωνισμού, θα αποκομίσει και οικονομικά οφέλη.
Αυτή η εξέλιξη είναι και αναπόφευκτη και θεμιτή. Δεν είναι κακό σε συνθήκες ακραίου καπιταλισμού, να λειτουργούν τα ποδοσφαιρικά club, με στόχο το κέρδος. Ωστόσο, η μεγιστοποίηση του κέρδους, πρέπει να γίνεται μέσα από την ανάπτυξη του αθλήματος. Με σεβασμό στις αξίες και τις αρχές του. Σε διαφορετική περίπτωση, η εκκωφαντική κατάρρευση θα είναι αναπόφευκτη, κυρίως για αυτούς που θέλουν να χαρακτηρίζονται «μεγάλοι».
Και αν το συγκεκριμένο άρθρο φαίνεται «δημοκρατικό» ή «σοσιαλιστικό» κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι. Διότι, δείχνει το δρόμο για την επιβίωση της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου. Αυτή κινδυνεύει να καταρρεύσει αν δε σεβαστεί το άθλημα. Το ποδόσφαιρο, όπως αποδεικνύεται δεν μπορεί να πεθάνει. Μπορεί μόνο να πηγαίνει μπροστά.
Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος, Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ Διεθνές Κέντρο αθλητικών σπουδών FIFA