Το ΔΝΤ, μεταξύ άλλων, αναλύει τους βασικούς κινδύνους που απειλούν την ελληνική οικονομία, εστιάζοντας κυρίως στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα αναδρομικά και στις προεκλογικές υποσχέσεις, ενώ προειδοποιεί για την ανάγκη δραστικών λύσεων χωρίς δημοσιονομικό κόστος για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, επιμένει στην ανάγκη μείωσης του αφορολόγητου ορίου και ζητά από την Αθήνα να ξανασκεφτεί το θέμα της αναστροφής των μνημονιακών αλλαγών στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το Ταμείο στην έκθεσή του «βλέπει» επίσης ασθενικό ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,2% από το 2022 και μετά, λόγω ενδογενών κινδύνων αλλά και της διεθνούς κρίσης, προβλέπει φθίνουσα δυνατότητα εξόδου της Ελλάδας στις αγορές για δανεισμό τα επόμενα χρόνια και ζητά αντισταθμίσματα μεταρρυθμίσεων για να στηριχθεί η παραγωγικότητα από τη μεγάλη άνοδο του κατώτατου μισθού για την οποία ασκεί κριτική.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ:
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται. Η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει σύμφωνα με τις προβλέψεις στο 2,4% φέτος (ποσοστό μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις για 2,1% το 2018) κάτι που υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, καθώς βελτιώνεται το κλίμα. Η σταδιακή ανάκαμψη στις ιδιωτικές καταθέσεις έχει διευκολύνει την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων διαχείρισης ροής κεφαλαίου αν και ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει σε αρνητικό επίπεδο. Μεσοπρόθεσμα, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί και να ξεπεράσει ελάχιστα το 1%.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι (τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί) έχουν ενταθεί και τα κληροδοτήματα της κρίσης -μεταξύ των οποίων το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό ιδιωτικό χρέος- καθώς και η αδύναμη πειθαρχία στις πληρωμές εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικά ευάλωτα σημεία.
Το ΔΝΤ καλωσορίζει την αξιέπαινη πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμβάλλει στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας, τη βελτίωση βιωσιμότητας του χρέους και την επάνοδο στις αγορές. Παράλληλα, καλεί τις αρχές να καταπολεμήσουν σημαντικές ευπάθειες και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας βελτιώνοντας την ευελιξία στην αγορά εργασίας, εξισορροπώντας το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών, ώστε να υποστηριχθεί η βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Αν και το Ταμείο αναγνωρίζει την επάρκεια της Ελλάδας στην ικανότητα αποπληρωμής μεσοπρόθεσμα, σημειώνει τους αναδυόμενους κινδύνους, που απαιτούν περαιτέρω δράση για την ενίσχυση της οικονομίας.
Εξάλλου, το ΔΝΤ σημειώνει ότι είναι αναγκαίες επιπλέον προσπάθειες για να «κλειδώσουν» τα κέρδη ανταγωνιστικότητας, να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να διασφαλιστεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Παράλληλα, εκφράζει την ανησυχία του για τους κινδύνους στον τομέα της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού που ήταν πολύ πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Κοιτώντας στο μέλλον το Ταμείο ενθαρρύνει τις αρχές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους και να ενισχύσουν την παραγωγικότητα αλλά και να μειώσουν τα μη μισθολογικά κόστη. Συστήνουν επίσης περαιτέρω βήματα για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα αλλά και να διευκολυνθούν οι πιο διαφοροποιημένες επενδύσεις, μεταξύ των οποίων οι βαθύτερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς προϊόντων που στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας και του ανταγωνισμού.
Το Ταμείο κάνει αναφορά και στην ανάγκη για ένα καλύτερο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα είναι πιο φιλικό ως προς την ανάπτυξη και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Ειδικότερα, καλούν για επιπλέον δημοσιονομική ισορροπία σε συνδυασμό με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ της προγραμματισμένης μείωσης του αφορολόγητου το 2020, με προτεραιότητα τους χαμηλότερους άμεσους φόρους σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Ως «δημοσιονομική απειλή» περιγράφει η έκθεση του Ταμείου και τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που έχουν επιδικάσει αναδρομικές πληρωμές, οι οποίες σχετίζονται με την περικοπή μισθών και συντάξεων. Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, αυτές οι αποφάσεις συνιστούν ανατροπή της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «αυτό αποτελεί μέρος ενός κύματος περιπτώσεων που αμφισβητούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν».
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ εκτιμούν ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις έχουν δημιουργήσει αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους, δεδομένου ότι υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ετησίως τις μελλοντικές δαπάνες του προϋπολογισμό με 9,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 0,75% του ΑΕΠ. Στην προειδοποίηση του, το ΔΝΤ αναφέρει ότι «αν οι μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις επεκταθούν και σε άλλες μεταρρυθμίσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν τα ίδια επιχειρήματα, οι εφάπαξ δαπάνες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές».
Απαιτείται επίσης, τονίζει το Ταμείο, καλύτερος σχεδιασμός απέναντι στην πιθανότητα να ενταθούν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι αλλά και μια πιο περιεκτική και καλύτερα συντονισμένη προσέγγιση για την ενίσχυση των τραπεζικών ισολογισμών και την αναζωογόνηση του δανεισμού που ευνοεί την ανάπτυξη.
Συστήνουν ακόμη τη δημιουργία μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου για τις δημόσιες επενδύσεις και πιο στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι αναγκαία η επιτάχυνση της μεταρρύθμισης που αφορά τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και οι προσπάθειες για φορολογική συμμόρφωση αντιμετωπίζοντας τις διαρθρωτικές αιτίες των οφειλών.
Ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Το ΔΝΤ εντοπίζει αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς υπολογίζει ότι η έκθεση των τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλή με αποτέλεσμα να καθίσταται «αβέβαιη» η αποπληρωμή τους. Το Ταμείο αναγνωρίζει πως οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθεια να περιορίσουν την έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Από την άλλη όμως πλευρά, περιγράφει ως βασικά εμπόδια σε αυτή τη προσπάθεια το χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο, τη χαμηλή κερδοφορία και τη στενότητα που παρατηρείται στη ρευστότητά.
Χαρακτηρίζοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως «δημοσιονομικό κίνδυνο», οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν ότι το ελληνικό Δημόσιο παραμένει εκτεθειμένο στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς όχι μόνο διαθέτει μετοχές και καταθέσεις, αλλά εξαρτάται και από τη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις χρεωστικών τίτλων.
Για τον λόγο αυτό, το Ταμείο τονίζει ότι η ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία θα ενισχύσει τη χώρα απέναντι σε μια σειρά από καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, το Ταμείο εμφανίζεται να φοβάται ότι ένα ευάλωτο τραπεζικό σύστημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια νέα αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση προβλημάτων ρευστότητας, μείωσης της εμπιστοσύνης, αλλά και εξάντλησης των τραπεζικών κεφαλαίων.
Αναφορικά με τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΤΧΣ για την απομείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ΔΝΤ εμφανίζεται επιφυλακτικό, καθώς εκτιμά ότι οι λύσεις σχημάτων εγγυοδοσίας συνιστούν ένα είδος κρατικής ενίσχυσης και ως εκ τούτου αντιβαίνουν τους κανόνες της ΕΕ. Από την πλευρά του, το Ταμείο προκρίνει την λύση των «συντονισμένων ενεργειών» με στόχο να ενισχυθεί η οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να σημειωθεί πρόοδος στην γενική κουλτούρα πληρωμών. Υπό αυτό το πρίσμα, η αλλαγή του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και η απλοποίηση των δικαστικών διαδικασιών θεωρούνται εργαλεία που μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Βιωσιμότητα του χρέους
Η έκθεση του ΔΝΤ εκτιμά ότι τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο έχουν καταστήσει το χρέος βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. «Το μεσοπρόθεσμο χρέος και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες φαίνονται διαχειρίσιμες. Η τάση του χρέους προς το ΑΕΠ είναι πτωτική, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ καθ 'όλη την περίοδο αναφοράς», σημειώνεται στην έκθεση.
Όπως υπενθυμίζεται, η Ελλάδα εξήλθε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα, το πόσο του οποίου υπολογιζόταν σχεδόν στα 30 δισ. ευρώ ή στο 16% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018. Το Ταμείο, ωστόσο, εκτιμά ότι το ταμειακό διαθέσιμο θα συρρικνωθεί το 2019 σε περίπου 23 δισ. ευρώ και τελικά θα περιοριστεί στα 10 δισ. ευρώ το 2024. «Οι ελληνικές Αρχές σχεδιάζουν τακτικές δανειοληψίες από τις αγορές και σταδιακή εξάντληση του ταμειακού τους αποθέματος», αναφέρει η έκθεση.
Επιπλέον, η πρόωρη εξόφληση μέρους των δανείων του ΔΝΤ αναμένεται ότι θα διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στη μεσοπρόθεσμη θετική πορεία του ελληνικού χρέους, καθώς γίνεται φανερό ότι η Ελλάδα εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο να αποπληρώσει αυτό το ακριβό τμήμα του χρέους της. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι οι προσαυξήσεις αυτών των δανείων μπορούν να αγγίξουν το ποσό των 5,68 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα οφείλει στο Ταμείο 9,5 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης στρατηγικής, το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα ακολουθήσει την επιλογή της μη εξόφλησης, αλλά της ανανέωσης όλο και μεγαλύτερων ποσών από τις εκδόσεις των έντοκων γραμματίων.