Η Ιστορία επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα όπως είπε ο Μαρξ αλλά ως τραγωδία;
Σε δεύτερο, τρίτο πλάνο της επικαιρότητας οι εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια θυμίζουν το 1991 όταν η τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα των 12 αδυνατούσε να βρει μια κοινή στάση απέναντι στην σύγκρουση στην πρώην Γιουγκοσλαβία σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η σύνοδος κορυφής του Μάαστριχτ στο τέλος της ίδιας χρονιάς να μοιάζει υποθηκευμένη.
Από τις αρχές του 1992 και μετά η σταδιακή εμπλοκή των ΗΠΑ επιχείρησε να καλύψει το κενό της ευρωπαϊκής επιδιαιτησίας.
Σήμερα τριάντα χρόνια μετά η Ε.Ε περιχαρακωμένη στην εσωστρέφεια της έχει αποδυναμώσει την αξιοπιστία της ενταξιακής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων και έτσι εκ των πραγμάτων πριμοδοτεί εθνικιστικές παλινδρομήσεις με πρόσφατα δείγματα γραφής τις εξελίξεις στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στην Βόρεια Μακεδονία.
Πιο συγκεκριμένα ο ηγέτης της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας Ντόντικ επιχειρεί Ντε Φάκτο απόσχιση μέσω της πλήρους απονεύρωσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο Σεράγεβο ενώ την ίδια στιγμή η ήττα του Ζάεφ και του κυβερνώντος κόμματος στις δημοτικές εκλογές φώτισε ανάγλυφα την εύθραυστη σταθερότητα της Βόρειας Μακεδονίας.
Έτσι η Ουάσιγκτον σπεύδει να αποστείλει τον Ειδικό Απεσταλμένο της για τα Δυτικά Βαλκάνια Γκαμπριέλ Εσκομπάρ στην Βοσνία μια αποστολή που μας θυμίζει ότι η εύθραυστη σταθερότητα της χώρας επιβλήθηκε από την Συμφωνία του Ντέιτον πριν από είκοσι έξι χρόνια τον Νοέμβριο του 1995 με πρωταγωνιστή τον Χόλμπρουκ αφού είχαν το καλοκαίρι του 1995 προηγηθεί τόσο οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ κατά των σερβοβοσνιακών δυνάμεων όσο και η ανακατάληψη από την Κροατία των περιοχών που έλεγχαν οι σερβοκροατικές δυνάμεις.
Σήμερα Πέμπτη θα κριθεί και η τύχη της κυβέρνησης Ζάεφ αν θα εγκριθεί δηλαδή η θα απορριφθεί η πρόταση μομφής της αντιπολίτευσης μια ψηφοφορία που επί της ουσίας αφορά την σταθερότητα και πέραν των ορίων της πρώην Γιουγκοσλαβίας καθώς εμπλέκονται η Αλβανία και η Βουλγαρία.
Σε όποια εστία και αν αναζωπυρωθούν οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι βέβαιο ότι η ταυτόχρονη ευρωπαϊκή και εσωτερική περιδίνηση στη Βόρεια Μακεδονία συνιστά υπαρξιακή απειλή για την επιβίωση του βόρειου γείτονα μας.
Τα σενάρια περί Μεγάλης Βουλγαρίας και Μεγάλης Αλβανίας δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου διεθνολόγων αλλά τραυματικές μνήμες από όχι από ένα και πολύ μακρινό παρελθόν.
Η Μεγάλη Βουλγαρία προέκυψε μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1876-7 με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που εκτός των άλλων έδινε στην Σόφια τα δύο τρίτα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας.
Η Συνθήκη ακυρώθηκε από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878 που συγκάλεσε ο Μπίσμαρκ για να αποτρέψει μια πολεμική σύγκρουση Βρετανίας - Ρωσίας για τα Βαλκάνια.
Όταν το 1912 Σερβία και Βουλγαρία συμμάχησαν αποφάσισαν να ζητήσουν την μεσολάβηση του Τσάρου για την τύχη της περιοχής που καταλαμβάνει σήμερα η Βόρεια Μακεδονία.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή προσαρτήθηκε στην Σερβία με το όνομα Επαρχία του Βαρδάρη.
Το 1941 μετά την κατάκτηση της Γιουγκοσλαβίας από την Βέρμαχτ η περιοχή μοιράσθηκε ανάμεσα στην υπό ιταλική κατοχή Αλβανία και την Βουλγαρία μέχρι το Φθινόπωρο του 1945.
Σήμερα μια συναστρία αρνητικών εξελίξεων θέτει ξανά την πρόκληση της επιβίωσης της Βόρειας Μακεδονίας ως ακέραιου και ενιαίου κράτους , μια εξέλιξη που αυτή την φορά θα προκαλέσει αλλαγή συνόρων που θα αφορά και εκτός τις πρώην Γιουγκοσλαβίας Χώρες δηλαδή την Αλβανία και την Βουλγαρία.
Τα σύνορα που απειλούνται μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Βουλγαρίας χαράχθηκαν το καλοκαίρι του 1913 με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου που τερμάτισε τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο κύριος νικητής του οποίου ήταν η Ελλάδα.
Το πάγωμα των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία μετά από την δύσκολη δεκαετία του 90 οφειλόταν στην προσδοκία της ένταξης στην Ε.Ε μια δυναμική κλινικά νεκρή, το κενό της οποίας διεκδικούν να καλύψουν οι εθνικισμοί του παρελθόντος του απώτερου και του πιο πρόσφατου.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος