Ο Νίκος Ανδρουλάκης ήξερε εδώ και χρόνια ότι κάποτε θα ξημέρωνε η Κυριακή της νίκης του. Η τοποθέτησή του στη θέση του Γραμματέα του κόμματος το 2013, η εντυπωσιακή σταυροδοσία που εξασφάλισε στις Ευρωεκλογές του 2014, η με ίσους όρους αντιπαράθεσή του με την τότε Πρόεδρο του κόμματος Φώφη Γεννηματά στις εσωκομματικές του 2017 και η επίδειξη ισχύος στη σταυροδοσία των Ευρωεκλογών του 2019 προμήνυαν ένα λαμπρό εσωκομματικό μέλλον. Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά, η επιδεικτική διαφοροποίηση της ατζέντας του Ανδρέα Λοβέρδου από την παραδοσιακή αντί-δεξιά ρητορική του ΠΑΣΟΚ και η στρατηγικά επιπόλαιη απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να επιστρέψει στην ηγεσία του απογόνου ενός κόμματος που είχε απαρνηθεί, διευκόλυναν τη νίκη του Νίκου Ανδρουλάκη, καθώς τον έχριζαν ως την καλύτερη εναλλακτική έναντι των αντιπάλων του στη δεδομένη συγκυρία. Όμως η επικράτησή του ήταν προδιαγεγραμμένη για δύο μη σχετιζόμενους με τους ανταγωνιστές του λόγους.
Πρώτον, γιατί ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε τον πλέον συμπαγή και ταυτόχρονα τον καλύτερα προετοιμασμένο μηχανισμό κινητοποίησης μελών. Παρά την προεκλογική φιλολογία περί του αντιθέτου, στην κάλπη για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ έφτασαν κατά βάση οι ψηφοφόροι εκείνοι που διατηρούν έναν έντονο συναισθηματικό δεσμό με το ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος και όχι οι τακτικιστές ψηφοφόροι άλλων κομμάτων που «βρήκαν την πόρτα ανοιχτή». Υπό αυτές τις συνθήκες, η οργανωτική ετοιμότητα του Νίκου Ανδρουλάκη αναδείχθηκε σε κρίσιμη παράμετρο για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Δεύτερον, γιατί ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν ο υποψήφιος της γενιάς των σαραντάρηδων, μιας γενιάς της οποίας η ηλικία έχει γίνει σχεδόν φετίχ στην ελληνική και διεθνή πολιτική. Η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων είναι η πρώτη γενιά που βρέθηκε να βιώνει αιφνιδίως τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης χωρίς να έχει ουδεμία ευθύνη για αυτές, συνθήκη που κατέστησε σχεδόν αυτοδίκαια στα μάτια της κοινής γνώμης τους εκπροσώπους της ως περιούσιους. Η απουσία πολιτικής εμπειρίας του σαραντάρη έγινε εχέγγυο της ρήξης με το απογοητευτικό παρελθόν. Σε ένα τέτοιο κλίμα, η ηλικία του Νίκου Ανδρουλάκη προέκυψε ως αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα έναντι των ηλικιακά μεγαλύτερων και με προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία κύριων ανταγωνιστών του.
Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ή του όποιου άλλου ονόματος επιλεγεί για να περιγράψει τη συνέχειά του, μοιάζει λοιπόν φυσική, παρότι προφανώς κρύβει μια μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους του νικητή. Ωστόσο, η νίκη αυτή ήταν ο εύκολος στόχος. Ο δύσκολος είναι η δημιουργία ενός προγραμματικά παραγωγικού κόμματος που θα προτείνει δημόσιες πολιτικές χωρίς να υπολογίζει αν αυτές τον φέρνουν κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ ή στη Νέα Δημοκρατία. Ο ετεροπροσδιορισμός για ένα κόμμα που βρίσκεται μεταξύ δύο μεγαλύτερων είναι αναπόφευκτος, αν μόνιμο μέλημα του ενδιάμεσου είναι να πάρει τη θέση ενός εκ των δύο μεγάλων γιατί η εμμονή της διεκδίκησης αυτής της θέσης οδηγεί το ενδιάμεσο κόμμα σε τακτικισμούς και επικοινωνιακές ακροβασίες. Δεν είναι εύκολο να ξεπεράσεις τον πειρασμό του ετεροπροσδιορισμού, αφενός γιατί ένα κόμμα με ένδοξο παρελθόν, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ, πέφτει εύκολα στην παγίδα της «επιστροφής στην κανονικότητα» και αφετέρου γιατί οι τακτικισμοί και οι επικοινωνιακές κορόνες που φυσικά εμπεριέχουν τα αντίπαλα κόμματα ως αντικείμενα σχεδιάζονται πολύ ευκολότερα στον σημερινό κόσμο της πολιτικής. Ο νέος αρχηγός θα πετύχει μόνο αν προσπεράσει τον πειρασμό αυτόν. Και για να το κάνει δεν αρκεί ούτε η οργανωτική υπεροχή του, ούτε η ηλικία του.
(Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας)