Οι εσωκομματικές εκλογές και το αποτέλεσμά τους επανέφεραν με δυναμικό τρόπο το Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ) ή ΠΑΣΟΚ, ή όπως αλλιώς μπορεί να το πει κανείς, στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Τόσο το τραγικό γεγονός του θανάτου της Φώφης Γεννηματά, που είχε ήδη αποσυρθεί λόγω της βαριάς ασθένειάς της, όσο και η συμμετοχή του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στην κούρσα για την ανάδειξη του νέου αρχηγού, ευαισθητοποίησαν και έστρεψαν τα φώτα αντίστοιχα στις εξελίξεις στον πάλαι ποτέ κραταιό παραταξιακό χώρο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Η θριαμβευτική δε επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ενός πολιτικού που έχει ως σημαία του την ενότητα, την αξιοκρατία και το άφθαρτο παρελθόν, αναπτέρωσε τις ελπίδες όλων όσοι παρέμειναν στην εστία του παλαιού ΠΑΣΟΚ ή επέστρεψαν μετά από πολιτικές περιπλανήσεις και σε πολλές περιπτώσεις ιδιώτευση.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης μαζί με τους άλλους όρους της παραταξιακής συνθηματολογίας του προτάσσει αυτόν της πολιτικής αυτονομίας, θέλοντας να διαφοροποιηθεί από την πιο ουδέτερη έως ετεροβαρή πολιτική των ίσων αποστάσεων που είχε υιοθετήσει στη ρητορική της η εκλιπούσα πρώην ηγέτιδα του ΚΙΝΑΛ. Ο νέος αρχηγός με τη φορά της νεότητάς του και με την επίγνωση της διείσδυσής του σε διαφορετικές δεξαμενές ψήφων, προσδοκά μαζί με τους οπαδούς του ότι θα καταφέρει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές να καταγράψει διψήφιο ποσοστό, που θα αποτελέσει εφαλτήριο για ολική επαναφορά του ΠΑΣΟΚ, με τον ίδιο να εδραιώνεται ως σημαντικός παίκτης στην εγχώρια πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, το γεγονός, ότι πολλοί πολιτικοί του φίλοι δεν δίστασαν να μιλήσουν ακόμη και για «μελλοντικό πρωθυπουργό».
Η πολιτική όμως, πέρα από «τέχνη του εφικτού», είναι και τέχνη των συνθέσεων στην κατάλληλη συγκυρία. Το momentum για τον Νίκο Ανδρουλάκη επιβεβαιώθηκε ως κάτι παραπάνω από θετικό στο εσωκομματικό πεδίο αντιπαράθεσης, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμη να εξαγάγουμε συμπεράσματα για το σύνολο της πολιτικής σκηνής. Το πολιτεύεσθαι του νέου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ -το ΚΙΝΑΛ έγινε τελικά μπανάλ-και του επιτελείου του, κινείται κατηγορηματικά προς την κατεύθυνση, αυτού που αναφέρθηκε παραπάνω, δηλαδή της αυτονομίας. Για να μπορέσει όμως να γίνει περαιτέρω ελκυστικός και να γοητεύσει ευρύτερα και διαφορετικά ακροατήρια, πρέπει να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσα σε μια σκληρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για να «επαναπατριστούν» ψηφοφόροι από τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα να μην φοβίσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ.
Ωστόσο, παρά την ανάγκη για ηπιότητα στον πολιτικό λόγο που εφάρμοσε στις εσωκομματικές εκλογές ο κ. Ανδρουλάκης, η κατάσταση μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και δύο χρόνια πανδημίας, μπορεί να μην αποδειχθεί εξίσου ιδανική με την εσωκομματική. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης που αυξάνουν τις ανισότητες και αναδιανέμουν εις βάρος των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων τον διαθέσιμο πλούτο, απαιτούν τον διάλογο των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου. Αν ο νέος αρχηγός και οι συν αυτώ βλέπουν ως βασικό τους αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για να ξαναγίνουν ο έτερος πόλος του σύγχρονου δικομματισμού, τότε τα πράγματα αρχίζουν να καθίστανται επικίνδυνα για τους πολίτες που οραματίζονται και ελπίζουν σε περισσότερο κοινωνικές και αναδιανεμητικά αναπτυξιακές πολιτικές.
Το ΠΑΣΟΚ είναι ακόμη ένα κόμμα του 8%, μέχρι τουλάχιστον να ξαναγίνουν εκλογές. Αν καταφέρει να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του παίρνοντας ψήφους μόνον από το ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα κινδυνεύει σοβαρά να «ουγγαροποιηθεί». Να υπάρχει, δηλαδή, μια συντηρητική οπισθοδρομική παράταξη που θα καταγράφει ποσοστό περίπου στο 40%, ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι γύρω στο 25% και το νέο «δυνατό» ΠΑΣΟΚ περίπου στο 15%, που απορρίπτοντας την προοδευτική συνεργασία να διατηρεί και με ευθύνη του στην εξουσία τη νεοφιλελεύθερη, με ακροδεξιά στοιχεία, εκδοχή της ΝΔ. Σε αυτό βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά με δεδομένη την διενέργεια των επόμενων εκλογών με απλή αναλογική και ενδεχόμενη αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ. θα φανεί αν τελικά ο κ. Ανδρουλάκης είναι εκφραστής της νέας ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που συνεχίζει να προσκαλεί τον κ. Τσίπρα να συμμετάσχει στις διεργασίες της…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)