Πόσο διαφορετικοί είναι οι Ουκρανοί από τους άλλους πρόσφυγες που έχουν ζητήσει καταφύγιο στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η έντονη συζήτηση που έχει ξεκινήσει γύρω από το ζήτημα αφορά είτε τους «πραγματικούς» πρόσφυγες του αρμόδιου υπουργού και τις αναφορές για τη θρησκεία και το χρώμα των προσφύγων είτε τα (εύλογα) παράπονα για την διαφορετική μεταχείριση των «άλλων» προσφύγων.
Που έγκειται τελικά η διαφορετική μεταχείριση των Ουκρανών προσφύγων;
Η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες αλλά και το ενωσιακό δίκαιο ορίζουν ποιοι δικαιούνται διεθνή προστασία. Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν μηχανισμούς, όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικούς ή δίκαιους κάποιες φορές, για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου που κατατίθενται.
Σήμερα, ζούμε δυο καταστάσεις εξαίρεσης.
Η πρώτη αφορά το καθεστώς προσωρινής προστασίας. Θεσπίστηκε το μακρινό 2001 και δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ μέχρι σήμερα. Είναι προστασία αλλά προσωρινή. Κρίθηκε, από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ, πως αρμόζει στον προσφυγικό πληθυσμό που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη Ουκρανία. Ο λόγος αυτής της επιλογής, ίσως σχετίζεται με τη δεύτερη εξαίρεση.
Οι πολίτες της Ουκρανίας δικαιούνται να εισέρχονται και να κυκλοφορούν σε ευρωπαϊκό έδαφος χωρίς υποχρέωση θεώρησης εισόδου. Έτσι δεν χρειάζεται, όπως άλλοι πληθυσμοί προσφύγων, να περάσουν παράνομα τα σύνορα για να αναζητήσουν προστασία. Προφανώς η ΕΕ θα μπορούσε να αναστείλει αυτή τη δυνατότητα. Το μήνυμα όμως που θα έστελνε θα ήταν σίγουρα προβληματικό συνάμα σε ανθρωπιστικό και πολιτικό επίπεδο.
Οι πρόσφυγες από την Ουκρανία έχουν περιθώριο 90 ημερών για να επιλέξουν τη χώρα στην οποία θα ζητήσουν προσωρινή προστασία. Σε «κανονικές» συνθήκες, τα κράτη μέλη της ΕΕ, υπεύθυνα βάσει του Κανονισμού Δουβλίνο να εξετάσουν τα αιτήματα τους, θα έπρεπε να προχωρήσουν τουλάχιστον στη διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης και να δώσουν δικαίωμα για υποβολή αιτήματος ασύλου. Πρακτικά θα έπρεπε να δημιουργηθούν δομές, έστω και υποτυπώδους μορφής, στα σύνορα της ΕΕ με την Ουκρανία.
Ήδη, στις 13 Μαρτίου, ο πληθυσμός των υπόχρεων να υπαχθούν σε αυτή τη διαδικασία είχε ξεπεράσει τα 2,5 εκατομμύρια. Οποιοδήποτε σχέδιο για την παραμονή τους στα σύνορα θα οδηγούσε σε χάος και ανθρωπιστική κρίση.
Τι συνέβη όμως όταν ήρθαν οι Σύριοι πρόσφυγες;
Το προσφυγικό κύμα από τη Συρία δεν ήταν κάτι ξαφνικό. Ο εμφύλιος είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. Τα μεγάλα κύματα προσφύγων του 2015 δεν οδήγησαν στην ενεργοποίηση του μηχανισμού της προσωρινής προστασίας. Αντί γι αυτόν η ΕΕ αποφάσισε τη θέσπιση ενός ad hoc πρoγράμματος μετεγκατάστασης (relocation). Βάσει αυτού θα είχαμε παρέκκλιση από τις προβλέψεις του Κανονισμού Δουβλίνο και τα αιτήματα ασύλου δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων θα εξετάζονταν σε όλα τα κράτη μέλη με αναλογικό τρόπο.
Στην πραγματική ζωή δεν εφαρμόστηκε ούτε το πρόγραμμα μετεγκατάστασης αλλά ούτε και ο Κανονισμός Δουβλίνο.
Μέχρι τον Μάρτιο του 2016 εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι εισήλθαν σε Ευρωπαϊκό έδαφος, προχώρησαν και έφτασαν στον τελικό τους προορισμό. Σχεδόν όλοι, αργά ή γρήγορα, έλαβαν άσυλο μετά από αίτηση τους.
Τον Μάρτιο του 2016, με την Κοινή Δήλωση ΕΕ –Τουρκίας, η συνολική ευθύνη για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο επέστρεψε στην πρώτη χώρα εισόδου με τον πιο αυστηρό τρόπο. Πέντε νησιά ανέλαβαν την ευθύνη ολόκληρης της ΕΕ. Οι Σύριοι πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν στα ελληνικά νησιά με την προοπτική, κάποιοι από αυτούς, να επιστραφούν στην Τουρκία.
Το κίνημα υποστήριξης και αλληλεγγύης στους πρόσφυγες από τη Συρία ήταν ιδιαίτερα «πολυσυλλεκτικό» και δυναμικό σε πολλά κράτη μέλη. Συνεχίστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και μετά τον Μάρτιο του 2016, ακόμη και μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που συγκλόνισαν ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η αλλαγή του κλίματος στην Ελλάδα δεν είχε τόσο σχέση με το χρώμα και τη θρησκεία των προσφύγων αλλά ήταν απόρροια της πολιτικής απόφασης που τους εγκλώβισε αρχικά στα νησιά και μετά στην ενδοχώρα. Είτε γιατί δημιουργήθηκαν πραγματικά ζητήματα, είτε γιατί οι συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί της χώρας έσπευσαν να μεγεθύνουν προβλήματα και να τα εκμεταλλευτούν.
Η εφαρμογή του καθεστώτος προσωρινής προστασίας θα είναι μια δοκιμασία για την ΕΕ.
Οι ευρωπαίοι αρμόδιοι συνηθίζουν να μετρούν την πίεση που ασκείται, όταν οι κατατρεγμένοι ζητούν διεθνή προστασία, στη γραφειοκρατία του ασύλου.
Όμως, αυτό που κρίνεται στο τέλος της ημέρας δεν είναι η διοικητική επάρκεια ή η ταχύτητα της διοικητικής μηχανής του ασύλου αλλά το περιεχόμενο των πολιτικών υποδοχής που, αν χρειαστεί, πρέπει να οδηγούν στην ένταξη.
Το σύστημα ασύλου των κρατών μελών δεν ήταν προετοιμασμένο για να υποδεχθεί εκατομμύρια ανθρώπους από την Ουκρανία μέσα σε λίγες μέρες. Το εμπόδιο ξεπεράστηκε. Είναι, όμως, προετοιμασμένες οι δομές του κοινωνικού κράτος να δώσουν βιώσιμες και μακροχρόνιες λύσεις σε τόσους ανθρώπους; Είναι οι δομές του δικού μας κοινωνικού κράτους έτοιμες;
Αυτή είναι η μεγάλη και δύσκολη δοκιμασία. Η διακηρυκτική αλληλεγγύη των κρατών μελών είναι ανέξοδη και μπορεί να παρασχεθεί αυθωρεί και παραχρήμα.
Η πραγματική αλληλεγγύη απαιτεί δομές, θεσμούς που λειτουργούν, απαιτεί οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Οι ανισότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνουν, χωρίς άλλο, και ανισότητες μεταξύ των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων και των δικαιούχων προσωρινής προστασίας. Ο (ακρο)δεξιός εθνολαϊκισμός, που επικρατεί σε πολλά κράτη μέλη, εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες και δημιουργεί επιπλέον ανισότητες «εντός των τειχών».
Αυτή η πραγματικότητα ίσως αποδειχθεί, για ακόμη μια φορά, πιο σημαντική από τις εκατέρωθεν φιλοπροσφυγικές ή αντιπροσφυγικές διακηρύξεις.
Η συζήτηση προφανώς γίνεται ερήμην των Ουκρανών που το βασικό τους πρόβλημα είναι πως από τη μια στιγμή την άλλη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να γίνουν πρόσφυγες.
Αυτές τις μέρες, βιώνοντας ακόμα με τα πιο έντονα συναισθήματα το σοκ του βίαιου εκτοπισμού και την αγωνία για όσους έμειναν πίσω, θα πρέπει να επιλέξουν το κράτος μέλος που θα εγκατασταθούν για όσο χρειαστεί.
Το πραγματικό ερώτημα για αυτούς είναι «Βουδαπέστη» ή «Βερολίνο» και είναι μάλλον ρητορικό.
(Ο Βασίλης Χρονόπουλος είναι νομικός, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου)