Δυο μήνες και πλέον από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν διαφαίνεται κάποιο τέλος σε αυτή την αιματηρή σύγκρουση, που συστηματικά καταστρέφει μια χώρα και αφανίζει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Η Ρωσία παρότι φαίνεται να έχει περιορίσει τις επιχειρήσεις της στο Ντονμπάς επιδιώκει να κρατά ανοιχτά το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου. Την ίδια ώρα η Δύση συνεχίζει να εξοπλίζει την Ουκρανία.
Υπάρχει όμως κάποιο τέλος σε όλο αυτό; Η Δύση πέτυχε να βάλει τις διαφορές της στην άκρη και να φανεί ενωμένη. Όσο όμως περνάει ο καιρός οι διαφορετικές αντιλήψεις αλλά και τα αποκλίνοντα συμφέροντα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ θα γίνονται όλο και πιο εμφανή. Τελικά ίσως οδηγήσει αυτό στο να σταθεί η ΕΕ με τη δική της φωνή απέναντι στο Ουκρανικό και να μπορέσει να αποτελέσει μια γέφυρα για τη λύση.
Στο ενεργειακό τα συμφέροντα είναι αποκλίνοντα: η Αμερική έχει απόλυτη επάρκεια με το σχιστολιθικό αέριο το οποίο εξάγει και έχει υποσχεθεί ότι θα συμβάλει στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης. Όμως η μεταφορά με τάνκερ θα έχει μεγάλο κόστος που ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί.
Παράλληλα, η επίσημη αμερικανική ηγεσία, δια στόματος Μπάιντεν και Μπλίνκεν δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τερματισμό του πολέμου, αλλά για πτώση του Πούτιν και αλλαγή καθεστώτος. Αυτή η θέση αποκλείει κάθε συνεννόηση. Είναι άλλο να καταδικάζεις τη βάρβαρη εισβολή και άλλο να κόβεις κάθε γέφυρα διαπραγμάτευσης. Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να τελειώνουν με τον Πούτιν, χωρίς να είναι σαφές το πως και το εάν αυτό είναι εφικτό.
Έχουν εξάλλου την πολυτέλεια να το κάνουν γιατί το κόστος από τον πόλεμο δεν το έχουν αισθανθεί. Για την Ένωση όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ΕΕ κινδυνεύει να γονατίσει οικονομικά από τον πόλεμο και κάθε μέρα που περνάει καθιστά όλο και πιο δύσκολα διαχειρίσιμη την κατάσταση. Η οικονομική κρίση του 2008, η πανδημία και τώρα ο πόλεμος έρχονται να βαρύνουν πάνω σε μια οικονομία που προσπαθεί να αντέξει τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Για την Ευρώπη ο τερματισμός του πολέμου είναι ζωτικός: όχι μόνο γιατί κινδυνεύει να βρεθεί στο επίκεντρο των συγκρούσεων αλλά και γιατί η οικονομική και επισιτιστική κρίση μαζί με το μεγάλο ενεργειακό κόστος και τον καλπάζοντα πληθωρισμό πλήττουν όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες, αν και σε διαφορετικό βαθμό.
Και αυτό οδηγεί σε διαλυτικά φαινόμενα όπως η πρόθεση κάποιων χωρών της ΕΕ να πληρώνουν την ενέργεια τους σε ρούβλια. Η Ένωση δήλωσε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αλλά για πόσο;
Η ΕΕ οφείλει να ξαναβρεί τη δική της φωνή. Πρέπει να ξαναρχίσει τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες και να κρατήσει ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας για τη λήξη του πολέμου γιατί είναι εκείνη που κινδυνεύει να συνθλιβεί από την παράταση των εχθροπραξιών. Η ενότητα της Δύσης απέναντι στον εισβολέα δεν σημαίνει και άνευ όρων υιοθέτηση κάθε αμερικανικής δήλωσης ή επιλογής. Η ‘Στρατηγική σχέση’ δεν σημαίνει οπωσδήποτε και στρατηγική ταύτιση.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, είναι ίσως η στιγμή που η πολυσυζητημένη έννοια της αυτονομίας της Ένωσης πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο. Η σχέση με τις ΗΠΑ σε αυτή τη νέα περίοδο πρέπει να τοποθετηθεί σε μια νέα βάση: στενής συνεργασίας αλλά και αυτόνομης στάσης. Φυσικά δεν είναι απλό. Το χρόνιο πρόβλημα ήταν πάντα η απουσία μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής που αναπόδραστα οδηγούσε και σε απουσία κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Από τη στιγμή που τουλάχιστον μια χώρα της ΕΕ, η Ουγγαρία, έχει διολισθήσει στον αυταρχισμό χρειάζεται αποφασιστικότητα και ηγεσία για να αντέξει η Ένωση τις πιέσεις.
Έχει επανειλημμένως λεχθεί ότι πλέον βρισκόμαστε σε μια άλλη πραγματικότητα. Στη νέα αυτή πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί μόνος τους καθώς η αλληλεξάρτηση γίνεται κανόνας. Η ΕΕ είναι το κοινό μας σπίτι και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί την επόμενη μέρα στην αμερικανική ηγεσία. Ποιος θα διαδεχθεί τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο θα έχει κομβική σημασία. Αν κάτι διδαχθήκαμε είναι ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Για αυτό οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο και πρωτίστως να μπορούμε να σταθούμε στα δικά μας πόδια. Αν αυτό σημαίνει στρατηγική αυτονομία, ας εξοικειωθούμε με τον όρο και ας αρχίσουμε να εργαζόμαστε γι αυτό το στόχο.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτριας Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ)