«Ό, τι πάρεις 100 δραχμές», συνήθιζαν να διαλαλούν, οι μικροέμποροι στις λαϊκές, την εποχή, πριν την νομισματική ένωση. Ήταν ένας καλός τρόπος, να φύγουν από τον πάγκο, τα φτηνά προϊόντα, δίνοντας την ψευδαίσθηση στον καταναλωτή ότι, αγοράζει κάτι σε προνομιακή τιμή, σε «τιμή ευκαιρίας». Μετά από λίγο καιρό βέβαια, ο αγοραστής διαπίστωνε ότι, η ποιότητα της αγοράς ήταν τέτοια, που μάλλον, δίχως τις «τυμπανοκρουσίες» των πωλητών, δύσκολα θα την επαναλάμβανε. Το κατοστάρικο όμως, είχε ήδη πετάξει από την τσέπη. Με την ίδια επικοινωνιακή λογική, λειτουργεί και το Μέγαρο Μαξίμου, «φωνάζοντας» για παροχές, που σύντομα αποδεικνύονται, τουλάχιστον, αναντίστοιχες, των αναγκών των νοικοκυριών, της λαϊκής πλειοψηφίας. Αυτό που προκαλεί επίσης εντύπωση, είναι ότι, όλες τις «παροχές», η κυβέρνηση τις κοστολογεί, κοντά στα 600 ευρώ, θεωρώντας ότι, προσφέρει έτσι «καταπληκτική ποιότητα ζωής» στους πολίτες. Η αντίληψη αυτή μάλιστα, απευθύνεται σε σχεδόν όλες, τις κοινωνικές ομάδες. Και εξηγούμαστε:
1. Όσον αφορά τη νεολαία: Η κυβέρνηση, θέλοντας να ενισχύσει την πρόσβαση των νέων στην αγορά εργασίας (απόκτηση προϋπηρεσίας - «Πρώτο Ένσημο») επιδοτεί με 600 ευρώ, από 1.1.2022, τις νέες προσλήψεις. Στο πρόγραμμα, μπορούν να συμμετέχουν νέοι ηλικίας 18-29 ετών, που δεν διαθέτουν προϋπηρεσία εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα. Από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καταβάλλονται 600 ευρώ απευθείας στον νεοπροσλαμβανόμενο, σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις(6 Χ 100), επιπλέον του μισθού του και ανεξάρτητα από το ύψος του. Ποσό ύψους 600 ευρώ, καταβάλλεται και στον εργοδότη, για την κάλυψη μέρους της μισθολογικής δαπάνης, με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Το ερώτημα φυσικά είναι, πόσο βοηθούν αυτά τα 600 ευρώ(που είναι 100 ευρώ ανά μήνα), τον νέο εργαζόμενο και μια επιχείρηση, που αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες, λόγω της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για ένα πενιχρό βοήθημα-κοροϊδία, που φυσικά όσοι γνωρίζουν την αγορά εργασίας, ξέρουν ότι, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κίνητρο, για πραγματικές προσλήψεις. Οι επιχειρήσεις άλλωστε, μεταξύ των βασικών προβλημάτων, που τους εμποδίζουν να προσλάβουν προσωπικό, προτάσσουν με την σειρά, την φορολογία, την γραφειοκρατία, το κόστος ενέργειας και τελευταίο το μισθολογικό κόστος.
2. Όσον αφορά τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους: ’Έπειτα, είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, που έγινε από 1.5.2022, κατά 50 ευρώ (ανέβηκε από τα 663, στα 713 ευρώ).Το χρόνο, μόνο οι 650.000 εργαζόμενοι, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα λάβουν επιπλέον 600 ευρώ, μικτά. Οι λοιποί εργαζόμενοι, δεν θα δουν καμία αύξηση, ενώ και οι χαμηλόμισθοι προφανώς, είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και το κόστος ζωής, που έχει ανέβει κατακόρυφα. Μόνο οι λογαριασμοί ρεύματος, με την παράνομη ρήτρα αναπροσαρμογής, αρκούν, για να καλύψουν την μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι δε αυξήσεις στο φυσικό αέριο, στην βενζίνη και στα τρόφιμα, προφανώς, μειώνουν κατά πολύ περισσότερο, το εισόδημα των χαμηλόμισθων, που εξακολουθούν να βρίσκονται σε απόγνωση. Η κυβέρνηση, με την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα λέγαμε ότι ουσιαστικά προέβη σε συγκράτηση, μέρους μόνο των τεράστιων απωλειών, που αντιμετωπίζουν χιλιάδες εργαζόμενοι.
3. Όσον αφορά τους χαμηλοσυνταξιούχους: Οι χαμηλοσυνταξιούχοι, που λαμβάνουν σύνταξη, μέχρι 600 ευρώ μηνιαίως, έλαβαν 250 ευρώ, τον περασμένο Δεκέμβριο, επιπλέον 200 ευρώ, ως επιταγή ακρίβειας το Πάσχα και πιθανότατα θα λάβουν, μια επιπλέον παροχή(όπως διαρρέεται από τον Υπουργείο Εργασίας) τους προσεχείς μήνες. Θα φτάσουν δηλαδή, σε ένα ποσό κοντά στα 600 ευρώ, την ώρα, που η ευάλωτη αυτή κατηγορία συμπολιτών, μαστίζεται από την ακρίβεια (και μάλιστα ακόμα περισσότερο από άλλους πολίτες, καθώς δεν υπάρχει κατά κανόνα, η δυνατότητα συμπληρωματικού εισοδήματος, από εργασία). Οι δε συνταξιούχοι, που παίρνουν 600 και 1 ευρώ σύνταξη, δεν έλαβαν καμία ενίσχυση. Πως είναι άραγε δυνατόν, να πληρώσει ένας χαμηλοσυνταξιούχος λογαριασμό ρεύματος 500 ευρώ, όταν λαμβάνει 400 ευρώ σύνταξη, ακόμα και αν έλαβε την μικρή αυτή βοήθεια; Προφανώς, πρόκειται για «σταγόνα στον ωκεανό», μακριά από τις ανάγκες των συνταξιούχων, που ζουν ήδη σε συνθήκες φτώχειας.
4. Όσον αφορά τους φορολογούμενους και τις επιχειρήσεις: Ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί, ανακοίνωσαν την επιστροφή του 60% του κόστους ρεύματος λογαριασμών κύριας κατοικίας, οικιακών καταναλωτών για λογαριασμούς, κύριας κατοικίας, που έχουν εκδοθεί από 1η Δεκεμβρίου 2021 έως την 21 Μαΐου 2022. Η αναδρομική επιστροφή θα αφορά, όσους δεν έχουν καλυφθεί από τις εκπτώσεις, που έχουν δοθεί από το κράτος ή τους παρόχους ενέργειας και θα καταβληθεί τον Ιούνιο. Δικαιούχοι είναι νοικοκυριά με δηλωθέν φορολογικό εισόδημα έως 45.000 ευρώ. Η επιστροφή δίνεται σε όσους είχαν συνολική αύξηση ρεύματος στους 6 μήνες, πάνω από 30 ευρώ. Η ελάχιστη επιστροφή είναι 18 ευρώ και η μέγιστη, δεν μπορεί να ξεπερνά τα 600 ευρώ. Και πάλι, μπαίνει μερικός «κόφτης» στην επιστροφή, από την ρήτρα αναπροσαρμογής, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να εμφανίζεται τελικά, να επιδοτεί την αισχροκέρδεια, έστω και κατά ένα μέρος της. Αντί οι πολίτες να πληρώνουν ως καταναλωτές, θα πληρώνουν ως φορολογούμενοι, τα υπερκέρδη των παρόχων ενέργειας. Το επιχείρημα ότι, θα φορολογηθούν τα κέρδη αυτά με υψηλό συντελεστή, δεν πείθει, αν δεν δούμε στην πράξη, να επιστρέφονται τα χρήματα αυτά στους πολίτες. Για τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιδοτείται σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης, το 80% της ρήτρας αναπροσαρμογής, χωρίς όμως να υπάρχει καμία αναδρομικότητα, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα. Το ερώτημα βέβαια αν οι επιχειρήσεις, θα αντέξουν να πληρώσουν έστω και την διαφορά, την ώρα που κατανάλωση υποχωρεί, λόγω του πληθωρισμού, που επιμένει να ανεβαίνει, σε δυσθεώρητα νούμερα.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, έρχονται καταρχήν με καθυστέρηση πολλών μηνών. Έπειτα φαίνεται ότι, τα 600 ευρώ είναι ο πήχης που θέτει η κυβέρνηση για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών. Εξακόσια ευρώ για την νεολαία, τα ίδια για τους εργαζόμενους, για τους συνταξιούχους, για τους καταναλωτές ενέργειας. Η κυβέρνηση συμπιέζει τα μεσοστρώματα συνεχώς «προς τα κάτω», αρνούμενη να προστατέψει συνολικά την κοινωνία. Η στάση της βεβαία, είναι τελείως διαφορετική όταν πρόκειται για τους κολοσσούς της ενέργειας, που τους επιτρέπει να «ληστεύουν» τον λαό. Ομοίως προστατευτική στάση έχει η κυβέρνηση, απέναντι και στα golden boys των 360.000 ευρώ, το χρόνο.
Οι πολίτες δεν θέλουν επίδομα για το ρεύμα, για το αέριο, για τα καύσιμα, τα τρόφιμα. Θέλουν μόνιμα φτηνό ρεύμα, αέριο, καύσιμα και τρόφιμα, για να μπορέσουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Θα φανεί σύντομα άλλωστε ότι, ο λογαριασμός επιστρέφεται, γιατί κανείς δεν θέλει, την «κυβέρνηση των 600 ευρώ».
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος - Εργατολόγος)