«Ο αείμνηστος Μέντερές (σ.σ: πρώην πρωθυπουργός) βγήκε από την κάλπη με μια συντριπτική νίκη στις 14 Μαΐου 1950, λέγοντας: «Αρκετά, ο λόγος στο έθνος». Την ίδια ημέρα, το έθνος μας θα πει «αρκετά» σε αυτούς τους πραξικοπηματίες».
Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος Ερντογάν σε συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος Κόμματός Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην Άγκυρα, στις 18 Ιανουαρίου, ανακοινώνοντας την ημερομηνία για τις επερχόμενες τουρκικές εκλογές.
Η έμφαση του Ερντογάν στην ημερομηνία που το Δημοκρατικό Κόμμα του Αντνάν Μεντερές κέρδισε τις εκλογές εναντίον του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) το 1950, στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές της Τουρκικής Δημοκρατίας, δεν είναι τυχαία. Στην πραγματικότητα, το ΑΚΡ του Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυτή τη διαιρετική τομή (εμείς, «το έθνος», εναντίον αυτών, «των αυταρχικών ελίτ»), ως βάση της ιδεολογίας, της ρητορικής και της εκλογικής τακτικής του. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία του ΑΚΡ ξεκίνησε θέτοντας την ίδια πόλωση. Και φαίνεται ότι θα συνεχιστεί με τις συνήθεις αλλά δοκιμασμένες τακτικές, που περιλαμβάνουν έμφαση στην πόλωση της κοινωνίας, λαϊκιστική ρητορική που εκμεταλλεύεται τις θρησκευτικές ευαισθησίες και υποδαυλίζει τον εθνικισμό, δημιουργία φόβου για πολιτική και οικονομική αστάθεια σε περίπτωση εκλογικής ήττας κ.ο.κ.
Από την άλλη, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις δοκιμάζουν το αντίθετο με την εξακομματική Εθνική Συμμαχία, που περιλαμβάνει τα έξι μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, εξαιρουμένου μόνο του φιλοκουρδικού, αριστερού, Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 10-13% των ψηφοφόρων (σύμφωνα με τις επιδόσεις του στις εκλογές των τελευταίων 8 ετών).
Η Εθνική Συμμαχία ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 με κοινό στόχο την επαναφορά ενός ισχυρού, δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού συστήματος, σε πλήρη αντίθεση με τον προεδρικό αυταρχισμό του Ερντογάν. Τα έξι κόμματα της Συμμαχίας προέρχονται από ένα ευρύτατο φάσμα: από την κεντροαριστερή - σοσιαλδημοκρατική τάση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) έως την ακροδεξιά - ισλαμιστική συντηρητική τάση του Κόμματος Ευημερίας (SP).
Ο συνασπισμός αυτός αναζητά ένα πιο σταθερό κοινό έδαφος, αφού η διαπραγμάτευση για τον κοινό προεδρικό υποψήφιο της Συμμαχίας είναι ασταθής. Από τη μία πλευρά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η Συμμαχία είναι η πρώτη του είδους της στην τουρκική ιστορία και ως εκ τούτου δημιουργεί μια μεγάλη ευκαιρία, αλλά και ευθύνη. Από την άλλη, η οικοδόμηση της ενότητας πέραν της αντίθεσης στον Ερντογάν και η δυσκολία δημιουργίας κοινού προγράμματος και εκλογικής στρατηγικής, παράγει πολύ συχνά μια δημόσια εικόνα με διαφωνίες και πιθανές ρήξεις. Μπορεί κάποιος να μην το θεωρήσει αυτό προβληματικό, εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου. Ωστόσο, η Τουρκία είναι μια χώρα όπου οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τις εγγενείς ιδιότητες μιας πολυφωνικής δημοκρατίας, καθώς λειτουργεί μονοφωνικά για πάνω από δύο δεκαετίες. Αυτή η «μονοφωνική δημοκρατία» ή «εξουσία ενός ατόμου» είναι αυτό που το ΑΚΡ ονομάζει «σταθερότητα» έναντι της αστάθειας της εποχής που προηγήθηκε της διακυβέρνησής του (πριν από το 2002). Ως εκ τούτου, είναι αρκετά αβέβαιο κατά πόσο ο λαός και οι νέοι ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν πέρα από την οικειότητα της «δημοκρατίας τύπου AKP».
Προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτή η αβεβαιότητα, η Εθνική Συμμαχία παρουσίασε στις 30 Ιανουαρίου το πρόγραμμά της, με τίτλο «Η Συναίνεση των Κοινών Πολιτικών», που καλύπτει εννέα σημαντικούς τομείς μέσα σε 75 κεφάλαια με περισσότερες από 2.000 προτάσεις σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, την οικονομική πολιτική, την εξωτερική πολιτική, την εκπαίδευση και τις κοινωνικές πολιτικές, με στόχο την ένταξη της Τουρκίας στην κατηγορία των χωρών υψηλού εισοδήματος. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο, ωστόσο το πρόσωπο που θα επιλέξει η Συμμαχία για υποψήφιο Πρόεδρο έναντι του Ερντογάν, θα παίξει επίσης πολύ μεγάλο ρόλο.
Ο προεδρικός υποψήφιος της Εθνικής Συμμαχίας δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη. Εάν οι πηγές μας επαληθευτούν, αυτός θα είναι τελικά ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο ηγέτης του CHP, του κόμματος που έχει χάσει όλες τις εκλογές εναντίον του AKP από το 2002, με μοναδική εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές του 2019 στους μεγαλύτερους μητροπολιτικούς Δήμους της Τουρκίας. Γι' αυτό τον λόγο άλλωστε οι δήμαρχοι της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, έχουν επίσης αναφερθεί μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων και έχουν μάλιστα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, υψηλότερα ποσοστά αποδοχής από τον Κιλιτσντάρογλου.
Η δικαστική απόφαση που ελήφθη τον Δεκέμβριο κατά του Εκρέμ Ιμάμογλου, η οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών και απαγόρευση πολιτικής δραστηριότητας, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να αυξήσει την υποστήριξη για τη συμμαχία της αντιπολίτευσης, είτε είναι υποψήφιος ο Ιμάμογλου είτε όχι. Υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα τέτοιας εκλογικής συμπεριφοράς τόσο υπέρ του Ερντογάν όσο και υπέρ του Ιμάμογλου [δείτε το προηγούμενο άρθρο μου σχετικά].
Αν δούμε τους αριθμούς, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την εικόνα. Εδώ συνοψίζω την έρευνα του δημοσιογράφου Μπεκίρ Αϊρντίρ από την KONDA, κορυφαία εταιρεία πολιτικών ερευνών και δημοσκοπήσεων στην Τουρκία. Στις τρεις τελευταίες εκλογές, το κυβερνών μπλοκ (AKP-MHP) συγκεντρώνει αθροιστικά 24-27 εκατομμύρια ψήφους και το σύνολο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης φτάνει τις 22,5-24 εκατομμύρια ψήφους, εκ των οποίων 5,9 εκατομμύρια ήταν οι ψήφοι του HDP.
Είναι πιθανό ότι θα υπάρξουν περίπου 53-54 εκατομμύρια ψηφοφόροι στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, από τους οποίους ο νικητής πρέπει να πάρει περίπου 27 εκατομμύρια ψήφους. Αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα χάσει ψήφους από την υπάρχουσα εκλογική του βάση, αλλά και να κερδίσει περί τα δύο εκατομμύρια νέους ψηφοφόρους. Ωστόσο, καμία έρευνα από αυτές που έχουν δημοσιευθεί δεν δείχνει ότι το κυβερνών μπλοκ αυξάνει τους 25 εκατομμύρια ψηφοφόρους του.
Η διαφορά των ενός-δύο εκατομμυρίων ψήφων μεταξύ της κυβέρνησης και του μπλοκ της αντιπολίτευσης μπορεί να κλείσει από τις προτιμήσεις των νέων ψηφοφόρων. Αν έξι εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι πάνε στις κάλπες, εκτιμάται ότι τέσσερα εκατομμύρια από αυτούς είναι πιο κοντά στην αντιπολίτευση.
Με βάση τη σημερινή εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι ο μεν Ερντογάν θα επιχειρήσει να φτάσει στο 50% από το μέγιστο των δυνατοτήτων του που είναι γύρω στο 45%, η δε αντιπολίτευση θα επιχειρήσει να συγκεντρώσει τουλάχιστον 50% (από το 55% που είναι η μέγιστη εκλογική δυναμική της), εφόσον δεν υπάρξει ιδιαίτερη μεταβολή στις βασικές δημοσκοπικές τάσεις και στα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές.
Σύμφωνα με αυτά τα ποσοτικά στοιχεία, το μπλοκ της αντιπολίτευσης μπορεί να έχει πραγματικές πιθανότητες να κερδίσει τον Ερντογάν. Ωστόσο, δύο σημεία είναι κρίσιμα. Το πρώτο είναι ότι το μπλοκ της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να κερδίσει χωρίς την πλήρη υποστήριξη του φιλοκουρδικού, αριστερού HDP, το οποίο έχει κατά κάποιο τρόπο περιθωριοποιηθεί στις συζητήσεις της Εθνικής Συμμαχίας, λόγω της ιδεολογικής στάσης των δεξιών/εθνικιστικών αντιπολιτευόμενων κομμάτων κατά του HDP. Και το δεύτερο είναι ότι η αντιπολίτευση πρέπει να σπάσει το πλαίσιο της πόλωσης συγκροτώντας ένα νέο αφήγημα, που να δημιουργεί ελπίδες και να κινητοποιεί το εκλογικό σώμα να φτάσει στην κάλπη.
Οι δύο πλευρές έχουν πολλά να χάσουν, σε περίπτωση που χάσουν τις εκλογές. Το μεν κυβερνητικό μπλοκ μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρότατες κατηγορίες, πέρα από την απώλεια όλων των προνομίων του. Για το δε μπλοκ της αντιπολίτευσης, ίσως αυτή να είναι η τελευταία του ευκαιρία να υπερβεί το σύνδρομο της ήττας και να εργαστεί για ένα δημοκρατικό μέλλον της Τουρκίας. Γι' αυτό φαίνεται ότι η περίοδος μέχρι τις εκλογές θα είναι πολύ δύσκολη, με αυξανόμενη πόλωση και ένταση.
( Η Δρ Πινάρ Τσακίρογλου είναι Οικονομική-πολιτική αναλύτρια )