Στις εκλογές στις 21 Μαΐου, οι πολίτες καλούνται να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της χώρας. Θα κληθούν να αποφασίσουν, για το πώς θα κυβερνηθεί η χώρα, σε ποια κατεύθυνση, με ποια πρόσωπα, με ποιες πολιτικές κλπ.
Η κυβέρνηση οφείλει να καταθέσει τον απολογισμό του κυβερνητικού έργου και να παραθέσει το «όραμά» της για το αύριο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, θα καταθέσουν την εναλλακτική, προγραμματική τους πρόταση.
Βεβαίως η αντιπαράθεση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται στο «πολιτικό και χρονικό κενό», καθώς μια σειρά από γεγονότα, διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, καθορίζουν την πολιτική ατζέντα, θέτουν τα ερωτήματα, αλλά και τα διλήμματα της επόμενης μέρας.
1. Ο πολιτικός διάλογος πρωταρχικά, οφείλει να λάβει υπόψη ότι, οι επερχόμενες εκλογές διεξάγονται ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όσο και αν το γεγονός αυτό, τείνει να υποεκτιμάται από τα ΜΜΕ, η ιστορία γράφει ότι, μια σειρά από εκλογές στον πλανήτη, γίνονται στην σκιά ενός πολέμου, που είναι σε εξέλιξη. Η μετατόπιση του γεωπολιτικού κέντρου βάρος από τον ατλαντικό στον ειρηνικό και ο νέος αναδυόμενος πολυπολικός κόσμος, δημιουργεί συνθήκες χαοτικής αβεβαιότητας. Οι αξίες της ειρήνης, της (κοινωνικής)ασφάλειας, της σταθερότητας, επανέρχονται σαν ζητούμενα σε μια παγκόσμια κοινότητα, που βιώνει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού ολοένα και πιο έντονα, χαμένη μέσα στις ολοένα διερευνώμενες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Οι λαοί καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα, σε ένα παρηκμασμένο νεοφιλελευθερισμό που γεννά φτώχεια, αδικία και ανισότητες και από την άλλη, σε έναν δεσποτικό ολοκληρωτισμό, που μαζί με τα ατομικά δικαιώματα, συμπαρασύρει στο χάος, τις κοινωνικές κατακτήσεις του κινήματος, τα τελευταία εκατό χρόνια. Η παγκόσμια Αριστερά οφείλει να καταθέσει μια ολοκληρωμένη ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα εξουσίας του σήμερα, μακριά από τις αντιθέσεις του χθες, βασισμένη σε ένα «οδικό χάρτη» εξόδου από την κρίση, που θα περιλαμβάνει την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση, την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, την ενεργοποίηση-αναβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών και εκείνες μεταρρυθμίσεις, που θα βγάζουν στο προσκήνιο τους «από κάτω», όχι μόνο τους φτωχούς, αλλά τους πολλούς. Όλοι θεωρητικά είναι «με την ειρήνη» αλλά οφείλουν να το αποδεικνύουν εμπράκτως με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες.
2. Οι εκλογές στη χώρα μας, που διενεργούνται σε συνέχεια μιας δύσκολης μνημονιακής δεκαετίας, δεν μπορούν παρά να θέτουν ως βασικό δίλημμα, είτε την αποκατάσταση των «πληγών» του μνημονίου και την επαναφορά του χαμένου «κοινωνικού κεκτημένου» είτε την «μνημονιακή ρεβάνς» των οπαδών των νέο-συντηρητικών πολιτικών. Ακόμα και αν το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο φαίνεται να μην αποτυπώνει την πολιτική διαίρεση πια, οι χιλιάδες νόμοι και υπουργικές αποφάσεις είναι εδώ και διαμορφώνουν την πραγματικότητα. Το δίλημμα που τίθεται είναι, είτε να «ξηλωθούν» τα μνημόνια, που πληγώνουν το λαό ή να ενσωματώσουμε την ήττα των μνημονίων, προβάλλοντας την στο απροσδιόριστο μέλλον ως τον απόλυτο μονόδρομο. Το δίλλημα αυτό, θέτει με τη σειρά του ερωτήματα για το μέλλον της χώρας. Για παράδειγμα, τα 75 δισεκατομμύρια ευρώ των κοινοτικών πόρων (βλ. Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ κλπ. ), θα αποτελέσουν προϊόν επαναδιαπραγμάτευσης για να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε οικονομία και κοινωνία ή θα εφαρμόσουμε πιστά την «Έκθεση Πισσαρίδη», που είναι στην ουσία, μια συνέχεια του μνημονίου, ως το 2060; «Πράσινη και ψηφιακή μετάβαση» για λίγους ή κοινωνική στήριξη και δίκαιη κατανομή των πόρων υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας;
3. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, η οικονομία θέτει μια επιπλέον διαχωριστική γραμμή στην προεκλογική συζήτηση. Τα πολιτικά κόμματα επιλέγουν τη δική τους όχθη. Από την μία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η χώρα ζει το δικό της success story, με τους αριθμούς φαινομενικά να ευημερούν και από την άλλη η πραγματικότητα στέκεται αδιάψευστος μάρτυρας. Η κατάσταση αυτή, παράγει συγκεκριμένες επιλογές. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι, θα συνεχίσει στον ίδιο «επιτυχημένο δρόμο» της αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ολιγοπωλιακών ομίλων, υπέρ των funds και των πολυεθνικών, παραμένοντας πιστή στην εκδοχή των «trickledown economics» (σώρευση πλούτου και διάχυση προς τα κάτω).Η πραγματική πρόκληση όμως είναι η εναλλακτική, η άλλη πρόταση η οποία αν και περιγράφεται σε αδρές γραμμές από την Αριστερά στο σύνολό της, δεν εμφανίζει συνοχή και συνέχεια. Η αναδιανομή του πλούτου, χωρίς την συζήτηση για την ισότιμη πρόσβαση σε αυτόν, μοιάζει να χωλαίνει. Αρκεί να μειωθούν τα υπερκέρδη των μεγάλων εταιριών και να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση; Ο κόσμος περιμένει κάτι περισσότερο. Περιμένει μια εναλλακτική πρόταση με αρχή, μέση και τέλος που θα ακουμπάει στο σήμερα. Το εποικοδόμημα τρίζει αλλά η εγχώρια και διεθνής ελίτ είναι ακόμα ισχυρή. Η εναλλακτική απαιτεί συγκρούσεις, χωρίς εύκολες απαντήσεις και ωραιοποιημένες καταστάσεις. Ο λαός πρέπει να ξέρει την αλήθεια και πάνω σε αυτή να χτιστεί μια κοινωνική συμμαχία, που θα δώσει ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη, για μεγάλες αλλαγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει καταθέσει μια ολοκληρωμένη προγραμματική πρόταση, που δίνει μια τέτοια διάσταση σύγκρουσης με την ολιγαρχία(φορολόγηση υπερκερδών, μερισμάτων, ανακοπή της πορείας ιδιωτικοποίησης της χώρας κλπ.). Μένει η συζήτηση αυτή, να γίνει «με όρους 2023 και όχι με όρους 2015», κάτι που είναι πια εφικτό, ακριβώς γιατί υπάρχει ένας καθαρός δημοσιονομικός διάδρομος μέχρι το 2030 και ένα τελείως διαφορετικό διεθνές περιβάλλον, που διαμόρφωσε η πανδημία και ο πόλεμος. Τώρα είναι η στιγμή για την μεγάλη πολιτική αλλαγή. Ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος.
4. Οι εκλογές στις 21 Μαΐου, γίνονται με το νεοναζιστικό «μόρφωμα Κασιδιάρη» να διεκδικεί την είσοδό του στη βουλή. Η συζήτηση για το φασισμό, γίνεται άκρως επίκαιρη και αναγκαία. Όλα τα κόμματα οφείλουν να μετάσχουν στην συζήτηση αυτή και να αποκαλύψουν τις πραγματικές διαθέσεις τους. Δυστυχώς, η νομοθετική πρωτοβουλία για τον αποκλεισμό Κασιδιάρη, από τη συμμετοχή του στις εκλογές, ήρθε καθυστερημένα και η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει τους Ναζί, «ρυθμιστές». Οι αιτίες που γεννούν το φασισμό έχουν αναλυθεί και η μάχη θα δοθεί στην κοινωνία. Αυτό μοιάζει όμως με κλισέ. Μια άλλη μάχη στο Εφετείο για τη δολοφονία Φύσσα, συνεχίζεται και η Μάγδα Φύσσα, δίνει τον αγώνα της δημοκρατίας στην αίθουσα του δικαστηρίου, με την κοινωνία προς το παρόν, απούσα. Η Αριστερά δεν έχει τέτοια πολυτέλεια. Πρέπει να «φωτιστεί» ο αγώνας στο δικαστήριο, να συγκροτηθεί αντιφασιστικό μέτωπο, μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες, να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά ενός λαού, που διψάει για δημοκρατία και δικαιοσύνη. Τα κόμματα οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής και να τις εντάξουν στην προεκλογική συζήτηση. Το δίλημμα δημοκρατία ή φασισμός, πρέπει να γίνει πάλι κυρίαρχο στην συνείδηση, όλων των πολιτών.
Είναι γεγονός ότι, η «καθημερινότητα» απασχολεί τους πολίτες και τα κόμματα συνηθίζουν να οριοθετούν την προεκλογική τους καμπάνια, γύρω από αυτήν. Είναι λογικό. Όμως «τα μεγάλα» είναι τελικά αυτά, που θα διαμορφώσουν το συσχετισμό δύναμης, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη που αλλάζει.
Ο πόλεμος, οι μνημονιακές πολιτικές, η οικονομία και ο φασισμός, θέτουν τα πραγματικά διλήμματα-ερωτήματα των εκλογών σε Ελλάδα και Ευρώπη και όποιος απαντήσει πειστικά σε αυτά, θα κερδίσει κάτι περισσότερο από τις προσεχείς εκλογές:
Την εμπιστοσύνη και τη στήριξη της κοινωνίας.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ)