Ότι η μοίρα της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι συνδεδεμένες είναι γνωστό. Αλλά είναι ειρωνεία της τύχης οι κρίσιμες εκλογές στις δυο γείτονες χώρες να είναι τόσο κοντά: Στις 14 Μαΐου διεξάγονται οι κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, στις 21 Μαΐου οι κοινοβουλευτικές στην Ελλάδα και στις 28 (εάν προκύψει ανάγκη) θα γίνει ο δεύτερο γύρος των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία.
Ο τραγικός σεισμός στην Νοτιοανατολική Τουρκία έφερε κοντά τις δύο χώρες ξυπνώντας μνήμες της «διπλωματίας των σεισμών» του 1999. Ανταλλαγή επισκέψεων, εκδήλωση συμπαράστασης και αλληλεγγύης από την Ελλάδα αλλά και ευγνωμοσύνης από την Τουρκία καλλιέργησαν την αισιοδοξία ότι μπορούν οι δύο πλευρές να ξαναρχίσουν το διάλογο σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και καλής γειτονίας.
Τι έχουμε λοιπόν να περιμένουμε από τις εκλογές στην Τουρκία;
Αν επανεκλεγεί ο Ερντογάν, το πλαίσιο συζήτησης έχει ήδη τεθεί από τις δηλώσεις Τσαβούσογλου και τα έξι σημεία για επαναπροσέγγιση που διατύπωσε: η πρότασή του θέτει θέματα κυριαρχίας (γκρίζες ζώνες) και επιμένει σε μια συνολική διαπραγμάτευση για όλα τα θέματα, ώστε να οδηγηθούμε στη Χάγη, κάτι που η ελληνική πλευρά έχει απορρίψει.
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι τι θα συμβεί σε περίπτωση εκλογής του Κιλιτσντάρογλου. Ο ηγέτης του ρεπουμπλικανικού Κόμματος συνεχίζει την σκληρή θέση του κόμματος του έναντι της Ελλάδας, ενώ υπερθεμάτισε κατά την προηγούμενη περίοδο στις ακραίες, επιθετικές δηλώσεις του Ερντογάν. «Όλο λέει ότι θα πάει νύχτα στην Ελλάδα και όλο εδώ είναι» ήταν μια από τις χαρακτηριστικές αποστροφές του λόγου του, ασκώντας κριτική στον Τούρκο Πρόεδρο για αναξιοπιστία. Πρέπει όμως και αυτός να αξιολογηθεί ως μέρος ενός συνασπισμού που συγκεντρώνει πολλές ετερογενείς πολιτικές δυνάμεις με μόνο κοινό σημείο την αντίθεση στον Ερντογάν και στο καθεστώς που αυτός έχει εγκαθιδρύσει. Παράλληλα η συμμαχία αυτή έχει στενή σχέση με τις ΗΠΑ που ελπίζουν ότι η κυβερνητική αλλαγή στην Τουρκία θα ξαναφέρει τη χώρα με απόλυτο τρόπο στο δυτικό στρατόπεδο, ειδικά τώρα σε μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου στην Ουκρανία, απομακρύνοντας την από τον Πούτιν.
Σε περίπτωση νίκης τους, τα ανταλλάγματα θα είναι σημαντικά, τόσο από πλευράς των ΗΠΑ όσο και από πλευράς της ΕΕ: άμεσα θα μπει στο τραπέζι η συζήτηση της ενισχυμένης τελωνειακής Ένωσης αλλά θα τεθεί ζήτημα ακόμη και για άνοιγμα κεφαλαίων στην διαδικασία ένταξης. Ειδικά, το δεύτερο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καρποφορήσει. Η πρόθεση όμως και μόνο θα δείχνει μια νέα επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και την δημιουργία μετά πολύ καιρό νέων δυνατοτήτων για σύγκλιση. Η προτεραιότητα στην ενότητα του δυτικού στρατοπέδου, η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας που μεγαλώνει ακόμη περισσότερο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία θα σπρώξει αναπόδραστα τη Δύση στο να επιχειρήσει να κάνει την Τουρκία να διαλέξει με σαφήνεια στρατόπεδο. Φυσικά αυτό θα σημαίνει ότι θα υπάρξει μια λύση στο θέμα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με κάποια μέση λύση που θα βρεθεί μεταξύ των δυο χωρών.
Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη για τέτοιου τύπου μεγάλες αλλαγές. Χρειάζεται όμως σχέδιο, στρατηγική αντιμετώπισης των νέων δεδομένων, συνεννόηση με τους συμμάχους.
Όχι ακινησία, βαρύγδουπες δηλώσεις, φόβος πολιτικού κόστους. Αλλά μια πολιτική πρωτοβουλιών, ενεργούς και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και ανοιχτών οριζόντων, που θα μας κάνει μετόχους των αλλαγών που θα έρθουν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όπου θα έχουμε αντιπροτάσεις, ιδέες, σκέψεις να καταθέσουμε. Δεν μπορεί να μην έχει προϋπάρξει επεξεργασία για το τί θα διαπραγματευτούμε αν ξανανοίξει η τελωνειακή ένωση, ποιοι θα είναι οι στόχοι μας και τι επιδιώκουμε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Αυτό που γράφεται κατά κόρον είναι τι αλλαγές μπορεί να υπάρξουν στα διμερή ζητήματα μετά τις εκλογές. Αλλά έχει διαφύγει της συζήτησης ότι υπάρχει ενδεχόμενο να μας προλάβουν εξελίξεις στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Πώς θα τις συσχετίσουμε με τα ελληνικά θέματα, πώς θα διασφαλίσουμε ότι θα εξυπηρετήσουν την πολιτική να οδηγηθούμε για το ζήτημα της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας στη Χάγη είναι κομμάτια μια ευρύτερης εικόνας: για την θέση της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο, για τις συμμαχίες και τους ευρύτερους στρατηγικούς μας στόχους.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση που θεωρεί ότι μόνο με τα εξοπλιστικά προγράμματα, τον φράκτη στον Έβρο και την άκριτη και άνευ όρων στήριξη στις ΗΠΑ διασφαλίζουμε την ασφάλεια της χώρας και των πολιτών. Που αρκείται στις βαρύγδουπες δηλώσεις, αλλά επιλέγει την ασφάλεια του να μην κάνουμε τίποτα.
Χρειάζεται μια προσέγγιση που να οικοδομεί στο κεκτημένο και την εμπειρία του Ελσίνκι και των Πρεσπών, μια εξωτερική πολιτική με αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια, που θα αξιοποιεί την θέση μας ως κομβικής χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Χρειάζεται πρωτίστως πολιτική βούληση. Αλλά και πίστη ότι υπάρχει δυνατότητα για λύση.
Μια άλλη εξωτερική πολιτική δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία στα κρίσιμα και δύσκολα που έχουμε μπροστά μας. Αν και δεν είναι στην ατζέντα των εκλογών, η εξωτερική πολιτική είναι πολύ κρίσιμη για να την ξεχνάμε μπροστά στην κάλπη.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)