Ας ξεκινήσουμε από ένα εθνικό στερεότυπο: Ένα από τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων είναι το ότι δε θέλουν, σε καμία περίπτωση, «να γίνουν ρεζίλι στους ξένους». Όπου, «ξένος» δεν είναι απαραίτητα ο αλλοδαπός, αλλά οποιοσδήποτε δεν είναι του σπιτιού, ο «μουσαφίρης». Ίσως, αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της οργανωτικής επιτυχίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Αυτό το άγχος: Τι θα πει η Δ.Ο.Ε., τι θα πουν οι αθλητές, τι θα πουν οι δημοσιογράφοι, τι θα πουν οι καλεσμένοι…
Για το ελληνικό ποδόσφαιρο, αυτή η αγωνία αποδείχθηκε ότι δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα παρωχημένο κόμπλεξ…
Το απέδειξαν τα τελευταία γεγονότα, του ντέρμπι, μεταξύ του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ. Προ του φάσματος της ήττας και ενώ το παιχνίδι βρισκόταν στο δεύτερο λεπτό από τα επτά των καθυστερήσεων, οι γηπεδούχοι, με επικεφαλής τα ανώτατα διοικητικά στελέχη τους, εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο. Όταν τελικά, πείστηκαν να επιστρέψουν στον πάγκο, για διαμαρτυρία κατά των, κατά τη γνώμη τους, εσφαλμένων αποφάσεων του Ιταλού διαιτητή Μάσα, άρχισαν να πετάνε μπάλες στον αγωνιστικό χώρο, εμποδίζοντας τη συνέχιση του αγώνα.
Ο Ιταλός διαιτητής αποφάσισε, να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα, χωρίς αυτός να ολοκληρωθεί! Αν διέκοπτε το ματς, ο Ολυμπιακός θα έχανε στα χαρτιά το ματς με 3-0 και θα του αφαιρούνταν τρεις βαθμοί από τη γενική βαθμολογία. Δηλαδή, συνολικά θα έχανε έξι βαθμούς. Αντιθέτως, ο Μάσα, διατάσσοντας τη λήξη έκλεισε το παιχνίδι με το σκορ 1-3 υπέρ της ΑΕΚ. Επομένως, ο Ολυμπιακός έχασε απλώς τρεις βαθμούς στο γήπεδο… Επομένως, ο Μάσα, που σύμφωνα με τους γηπεδούχους τους κατέστρεψε, τους προστάτεψε από τα χειρότερα.
Για να τον… ευχαριστήσουν, οι γηπεδούχοι, σύμφωνα με αυτά που λέγεται ότι ο Ιταλός διαιτητής έγραψε στο φύλλο αγώνα, του έριξαν και μερικές… ψιλές. Η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αντέδρασε. Κοινοποίησε στην Ελληνική ότι δεν πρόκειται να ξαναστείλει διαιτητή στην Ελλάδα, για να διευθύνει αγώνα του Ελληνικού Πρωταθλήματος.
Η συγκεκριμένη αντίδραση δεν είναι η μοναδική. Οι Ιταλοί επανέλαβαν αυτό που έπραξαν οι Ισπανοί τον περασμένο Σεπτέμβριο. Αφορμή, στάθηκε ο τελικός Κυπέλλου Ελλάδας. Τον περσινό Μάιο, η ΕΠΟ είχε ζητήσει από την Ισπανική Ομοσπονδία να της στείλει έναν διαιτητή «elite», για να διευθύνει τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ. Οι Ισπανοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και έστειλαν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα, αυτή τη στιγμή, στο χώρο της διαιτησίας: τον Αντόνιο Ματέου Λαχόθ. Ο συγκεκριμένος ρέφερι έχει διευθύνει αγώνες πολύ υψηλού επιπέδου στις κορυφαίες διεθνείς διοργανώσεις, όπως Μουντιάλ, EURO και Τσάμπιονς Λιγκ.
Πριν και κατά τη διάρκεια του τελικού, μεταξύ των οπαδών του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ έγιναν σοβαρά επεισόδια, τα οποία ο Ισπανός κατέγραψε «χαρτί και καλαμάρι». Ο αθλητικός δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά του Λαχόθ, τιμώρησε τις δύο ομάδες με ποινή τριών αγωνιστικών κεκλεισμένων των θυρών, η καθεμία. Οι δύο ομάδες άσκησαν έφεση και οι ποινές εξαφανίστηκαν.Η Ισπανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ενημέρωσε την ΕΠΟ, ότι, αφού δε λαμβάνονται υπόψη αυτά που αναφέρουν οι διαιτητές που στέλνει, δεν πρόκειται να ικανοποιήσει άλλο αίτημα για αποστολή Ισπανού ρέφερι.
Και πραγματικά… Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να το ικανοποιήσουν.
Η απόφαση να σφυρίζουν ξένοι διαιτητές τους πιο σημαντικούς αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος, πάρθηκε μετά από αίτηση της Σούπερ Λιγκ, προς την ΕΠΟ. Εκείνη τη στιγμή, η ιδέα φάνηκε ότι ήταν σωστή. Οι περισσότεροι θεώρησαν ότι με τη συνδρομή των ξένων διαιτητών και με τη χρήση του VAR, θα λυνόταν το επί δεκαετίες πρόβλημα της ελληνικής διαιτησίας. Τα γεγονότα δείχνουν ότι ήταν μία απολύτως εσφαλμένη απόφαση, για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος εξ αυτών των λόγων, είναι ο καθαρά θεσμικός. Υπεύθυνη για τον ορισμό των διαιτητών είναι αποκλειστικά και μόνο η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου και ως προς αυτό δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Ακόμα και εκεί που η διαιτησία είναι επαγγελματική, η ευθύνη για την προετοιμασία των διαιτητών, αλλά και τον ορισμό τους, ανήκει στην Ομοσπονδία και όχι στη Λίγκα, δηλαδή στο συνεταιρισμό των ομάδων.
Ο λόγος είναι απλός: η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία κάθε χώρας έχει την ευθύνη να προστατέψει το παιχνίδι, να διαφυλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Και οι κανόνες του παιχνιδιού είναι το «Α» και το «Ω», για να έχει κάποιος τον έλεγχό του. Γι’ αυτό οι προϊστάμενες αρχές των Εθνικών Ομοσπονδιών, δηλαδή η UEFAκαι ηFIFAόχι μόνο δεν εκχωρούν τον έλεγχο της διαιτησίας, αλλά δεν επιτρέπουν σε κανένα από τα μέλη της, παρόμοια εκχώρηση. Να το πούμε αλλιώς; Αν υπάρξει παρόμοια εκχώρηση, η εθνική ομοσπονδία που θα την αποτολμήσει, κινδυνεύει να διαγραφεί ή να αποβληθεί προσωρινά από μέλος της FIFA.
Περαιτέρω, είναι αδύνατο ο έλεγχος της διαιτησίας να περάσει στη «Σουπερλίγκ», διότι αυτή είναι ένας συνεταιρισμός ομάδων. Δεν είναι δυνατό οι ίδιες οι ομάδες που διαγωνίζονται, να αποφασίζουν, για το ποιος θα είναι ο διαιτητής των αγώνων που θα παίξουν οι ίδιες. Αυτό θα συνιστούσε μία προφανή σύγκρουση συμφερόντων. Είναι σα να επίκειται μία δικαστική διαμάχη και να ορίζουν το δικαστή οι διάδικοι.
Την περασμένη Κυριακή, στο «Γ.Καραϊσκάκης», επιβεβαιώθηκε ότι, ίσως, το τελευταίο πρόβλημα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι οι διαιτητές. Αφού αποφασίσαμε, ότι οι Έλληνες διαιτητές είναι ανίκανοι, ζητήσαμε ξένους. Μετά, όταν είδαμε ότι και οι ξένοι κάνουν λάθη, είπαμε να έρθουν ξένοι από «τα πέντε καλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα». Επειδή, η ομάδα μας έχανε και με διαιτητές από τα «πέντε καλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα», ζητήσαμε να έρχονται διαιτητές κατηγορίας «ελίτ». Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι ούτε αυτοί κάνουν…Τώρα δε θέλουμε ούτε αυτούς! Άρα, το πρόβλημα δεν είναι οι διαιτητές. Είναι ο τρόπος που βλέπουμε το ποδόσφαιρο.
Και, επομένως, αντί να κοιτάζουμε ποιους διαιτητές θα φέρουμε, ας κοιτάξουμε πώς μπορεί να βελτιωθεί το προϊόν: «ελληνικό πρωτάθλημα», «ελληνικό ποδόσφαιρο».
Είναι μαθηματικά βέβαιο, ότι αυτό που θα συμβεί την επόμενη μέρα είναι να μη θέλει κανείς ξένος διαιτητής να έρθει στην Ελλάδα για να διευθύνει αγώνες. Η λογική λέει, ότι οι άνθρωποι αυτοίπροέρχονται από χώρες, όπου ανάμεσα στα άλλα: αυτά που σφυρίζουν γίνονται σεβαστά. Στον πάγκο των ομάδων κάθονται ποδοσφαιριστές, προπονητές, γυμναστές και όχι οι Πρόεδροι, υπεύθυνοι επικοινωνίας και δικηγόρου. Όταν λήγει το ματς καικινούνται προς τα αποδυτήρια δεν τρώνε ξύλο.
Αυτά που αναφέρονται στο φύλλο αγώνα είναι σημαντικά και υπολογίζονται. Και κυρίως, οι άνθρωποι αυτοί προέρχονται από χώρες όπου είναι γνωστό πως το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι λαθών. Και δικαίωμα στο λάθος έχουν όλοι: παίκτες, προπονητές και διαιτητές.
Η αντίληψη που υπάρχει από αυτούς που διοικούν το ελληνικό ποδόσφαιρο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ότι δεν πρόκειται για ένα αθλητικό παιχνίδι, αλλά για μία βιτρίνα επίδειξης εξουσίας και δύναμης. Ένα παιχνίδι για πολύ λίγους, όπου ακολουθούν και συμμετέχουν πολλοί.Πολλοί παράγοντες, πολλοί δημοσιογράφοι, πολλοί διαιτητές και, δυστυχώς, πολλοί φίλαθλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι μαθημένοι ότι ένα πρωτάθλημα ή ένα κύπελλο δεν είναι το αποτέλεσμα μίας οργανωμένης αθλητικής προσπάθειας, αλλά κάτι σαν επίδομα. Δηλαδή, ένας τίτλος, που τον κερδίσει η ομάδα μας με την αξία της, μέσα στο γήπεδο, είτε με ένα Προεδρικό Διάταγμα ή δυνάμει μίας Κοινής Υπουργικής Απόφασης ή με κλήρωση, θα βγούμε να τον πανηγυρίσουμε κατά τον ίδιο τρόπο.
Μετά από πολλά χρόνια, οι υγιείς Έλληνες φίλαθλοι παρακολουθούν ένα άκρως ανταγωνιστικό και εξαιρετικά θεαματικό πρωτάθλημα. Μέχρι την περασμένη Κυριακή, διεκδικητές ήταν τέσσερις μεγάλες ομάδες. Πέντε αγωνιστικές πριν το τέλος του, το φετινό Πρωτάθλημα, διεκδικείται με ίσες πιθανότητες από δύο πολύ οργανωμένες ομάδες, με εντελώς διαφορετικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Δύο ομάδες, με σοβαρούς προπονητές στους πάγκους τους, εξαιρετικούς παίκτες, άρτια αγωνιστική οργάνωση. Μετά από πολλά χρόνια οι Έλληνες φίλαθλοι έχουν την ευκαιρία να δουν πώς σε αυτό το υπέροχο άθλημα, που λέγεται ποδόσφαιρο, μπορεί κάποιος να κερδίσει με διαφορετικό τρόπο… Αντί να συζητάμε αυτά, που συνιστούν, εν τέλει την ομορφιά του ποδοσφαίρου, καθόμαστε στο περιθώριο των γραμμών του γηπέδου και πετάμε μέσα μπάλες, για να διακοπεί το ματς… Έτσι… Γιατί, χάνουμε.
Αυτό, όμως, δεν είναι ποδόσφαιρο. Είναι κάτι άλλο. Και επειδή, δε φαίνεται να υπάρχει η διάθεση να οργανώσουμε πραγματικό ποδόσφαιρο, τουλάχιστον ας μην ανακατεύουμε τους ξένους. Όχι γιατί, και αυτοί δεν έχουν προσωπικές φιλοδοξίες. Όχι γιατί, αυτοί είναι τέλειοι. Όχι γιατί και αυτοί δεν κάνουν λάθη. Αλλά γιατί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτοί, τουλάχιστον έχουν μάθει να σέβονται το άθλημα. Γιατί, εν τέλει, οι επιδέξιοι διαιτητές χρειάζονται και σωστό ποδόσφαιρο. Και το δικό μας, μόνο τέτοιο δεν είναι.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)