Σ΄ ένα χρόνο συμπληρώνεται μισός αιώνας από την πτώση της δικτατορίας και την έναρξη της μακράς περιόδου της Μεταπολίτευσης. Από τότε έχει κηρυχτεί πολλές φορές το «τέλος της Μεταπολίτευσης», ενώ άλλες τόσες έχουν επισημανθεί οι ρωγμές και στρεβλώσεις στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, όπως οικοδομήθηκε από το 1974.
Με τις πρόσφατες εκλογές , όμως, αναθεωρούνται ,αν δεν ανατρέπονται , βασικές μεταπολιτευτικές κατακτήσεις. Όλα δείχνουν ότι έχει ξεκινήσει μια νέα περίοδο. Ίσως θα μπορούσε να ονομαστεί και εποχή αντι-μεταπολίτευσης. Αδόκιμος μεν ο όρος, αλλά όχι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, με τα πισωγυρίσματα και τις παλινωδίες της σημερινής και της προηγούμενης κυβέρνησης.
Φυσικά, με την ψήφο της πλειονότητας. Αλλά για να θυμηθούμε έναν επιφανή εκπρόσωπο του Διαφωτισμού , που τόσο λοιδορείται από κάθε είδους φωτοσβέστες: «…Η γενική θέληση είναι πάντοτε ορθή και τείνει πάντοτε προς το δημόσιο αγαθό. Δεν συνάγεται ωστόσο, ότι και οι αποφάσεις του λαού είναι πάντα εξίσου ορθές. Πάντοτε θέλουμε το καλό μας, αλλά δεν το διακρίνουμε και πάντοτε. Ο λαός ποτέ δεν διαφθείρεται, συχνά όμως εξαπατάται, και μόνο τότε φαίνεται να θέλει το κακό του…» (Ζαν Ζακ Ρουσώ).
Έτσι κι αλλιώς εγείρεται πάλι το ερώτημα αν πραγματικά έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης.
Αρκετές οι καταφατικές απαντήσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς. Αν και συχνά μ΄ εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις και σκοπιμότητες. «Φορτώνεται» η Μεταπολίτευση με κάθε είδους τεχνάσματα για να εξυπηρετηθούν σύγχρονες ιδεολογικές – πολιτικές στοχεύσεις, που πλήττουν αυτονόητες μεταπολιτευτικές δημοκρατικές σταθερές. Από το κράτους δικαίου, ως την κοινωνική πρόνοια . Σχεδόν παντού όπου το δημοκρατικό κεκτημένο στέκεται εμπόδιο σε αντιλαϊκούς σχεδιασμούς.
Στον πυρήνα της σύγχυσης, που προκαλείται από αντικρουόμενες απαντήσεις , βρίσκεται το περιεχόμενο της «μεταπολίτευσης».
Αν με τον όρο εννοείται η μετάβαση από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ουδέν τέλος έχει επέλθει. Ούτε υποστηρίζεται κάτι τέτοιο με σοβαρότητα, αν εξαιρεθούν η ακροδεξιά, οι απροκάλυπτοι ή ντροπαλοί νοσταλγοί ανώμαλων καθεστώτων .
Η μέγιστη πολιτική αλλαγή, που αρχίζει από τις 23- 24 Ιουλίου 1974 και ολοκληρώνεται, σε πρώτη φάση, με τις βουλευτικές εκλογές και το δημοψήφισμα στο τέλος της ίδιας χρονιάς , ήταν η εγκαθίδρυση νέου πολιτεύματος.
Στη βάση αυτή, κάθε άλλο παρά ο «κύκλος της μεταπολίτευσης έχει κλείσει». Η ίδια διαπίστωση ισχύει, άλλωστε, και στις περιπτώσεις εκείνες , όπου διατυπώνονται προβληματισμοί και προτάσεις για τη μορφή και την ποιότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα δημοκρατικά ελλείμματα ή και τα κοινοβουλευτικά «πραξικοπήματα».
Επί πέντε δεκαετίες τώρα δεν έχει διατυπωθεί, από την άποψη αυτή , στοιχειωδώς λογική πολιτική θέση για κάποιο τέλος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των θεμελίων της (η λαϊκή κυριαρχία, όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού). Ανεξαρτήτως της κριτικής , της αμφισβήτησης ή και των καταγγελιών κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών.
Ριζικά διαφορετικά είναι η εικόνα με το μεταπολιτευτικό πολιτικό και κομματικό σύστημα. Σ΄ αντίθεση με το πολίτευμα, όλα δείχνουν ότι η απαξίωση διανύει μια παρατεταμένη περίοδο. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο πολύπλοκο ζήτημα. Όπως είναι , επίσης, η ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία στη συντηρητική ευρωζώνη , με τη Δεξιά και την ακροδεξιά περισσότερο νομιμοποιημένες , λόγω συγκυριακών εκλογικών αποτελεσμάτων πανευρωπαϊκά.
Σαράντα εννιά χρόνια από τη μεταπολίτευση αποκτά , φυσικά, αφ΄ εαυτής αξία η επανάληψη ότι η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, αποδείχτηκε το πιο σταθερό και πετυχημένο πολίτευμα, που γνώρισε η χώρα μας. Αλλά ηχεί και λίγο πληκτικά η κοινοτυπία αυτή. Άλλωστε η ιστορική μνήμη, σε κάθε επέτειο, όπως και στην πολιτική αλλαγή της 24 Ιουλίου 1974, παραμένει τόσο ζωντανή , όσο τροφοδοτείται από το παρόν και τις τρέχουσες δημοκρατικές - λαϊκές ανάγκες.
Είναι αυτονόητο ότι Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι ασύγκριτη με τη σημερινή. Πολύ περισσότερο με την προχουντική. Πρόκειται απ΄ όλες τις απόψεις για μια άλλη χώρα. Οι συγκρίσεις αυτές, έχουν νόημα για την ιστορία και ίσως τη συνειδητοποίηση του μεγέθους των αλλαγών ,που έχουν συντελεστεί. Με τους αγώνες και τις θυσίες όλων εκείνων που συνεισφέρανε στην κατάρρευση του σκληρού δικτατορικού καθεστώτος. Όλων αυτών , που παρά τις εξορίες, τους βασανισμούς και τις φυλακίσεις πίστεψαν ότι στον τόπο είναι εφικτή η Δημοκρατία, η Ισότητα και η Δικαιοσύνη. Αλλά και μετά από το καλοκαίρι του 1974 με συνεχείς συλλογικές αγωνιστικές προσπάθειες και διεκδικήσεις για να γίνει η Ελλάδα μια κανονική δημοκρατική χώρα.
Παρεμφερή νοήματα έχει και η σύγκριση της ελληνικής δημοκρατίας τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τη σημερινή. Και εδώ μπορούμε να μιλάμε για δυο Ελλάδες. Αυτές που οριοθετούνται από την υπέρβαση των προδιαγραμμένων ορίων από τον Κ. Καραμανλή και τη μετεξέλιξη του αυταρχικού καθεστώτος , σ΄ ένα λίγο-πολύ τυπικό μοντέλο φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας. Αυτό παρά τα μετέωρα βήματα του συγχρονισμού του με το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο κι έναν ανολοκλήρωτο ακόμη εκσυγχρονισμό.
Μια πρώτη, λοιπόν, επικαιρότητα της μεταπολίτευσης έγκειται ακριβώς: στην ασυμβατότητα του μοντέλου της ελληνικής δημοκρατίας με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό πρότυπο.
********
Αλλά κι αυτή η συσχέτιση, παρά τη μείζονα σημασία της, είναι κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια. Έτσι κι αλλιώς, το πάγιο γενικευμένο συλλογικό αίτημα μιας ολοκληρωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που μαγνήτιζε την ελληνική κοινωνία , έχει πια ικανοποιηθεί σε πολύ γενικές γραμμές. Παρά τις «μαύρες τρύπες», που εξακολουθούν να χάσκουν, το ζητούμενο της ελευθερίας σ΄ ένα δημοκρατικό πλαίσιο, που δεν απειλείται από παραδοσιακές ελληνικές εκτροπές , έχει εκπληρωθεί.
Μια άλλους είδους επικαιρότητα στην καμπή, που ούτως ή άλλως συνιστά η επέτειος είναι να μην κοιτάζεις απλώς το παρελθόν. Ούτε να συγκρίνεις τα παρελθόντα με τα παρόντα. Αλλά να κοιτάζεις το παρόν υπό το φως των προσδοκιών του παρελθόντος προσπαθώντας ν΄ ανιχνεύσεις το μέλλον.
Ως προ το τελευταίο σκέλος το θεμελιώδες ζήτημα είναι ότι το εκσυγχρονιστικό έλλειμμα της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας συμπίπτει και μεγεθύνεται από τα μεγάλα δημοκρατικά ελλείμματα του δυτικοευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης. Δηλαδή, πριν αυτή ολοκληρωθεί πλήρως, οι άλλες δημοκρατίες, αυτές με τις οποίες τείνει να γίνει ίση, βρίσκονται σε καμπή. Το ίδιο το μοντέλο περνά κρίση στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.
Καταρχήν υπάρχει το φαινόμενο της υποταγής δημοκρατικών αξιών στη λογική του κέρδους και της αγοράς . Η υποβάθμιση ελευθεριών στις τρέχουσες ανάγκες των κυρίαρχων στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Από τον περιορισμό του κλασικού κράτους πρόνοιας ως την καταπάτηση δικαιωμάτων εν ονόματι του διεθνούς αντιτρομοκρατικού πολέμου. Όλα αυτά με φόντο τις αυξανόμενες γεωμετρικά οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, τις περιθωριοποιήσεις, την πολιτική απάθεια, την απαξίωση της πολιτικής, την υπονόμευση ουσιαστικά του κοινοβουλευτισμού και την υποκατάσταση του φιλελεύθερου μοντέλου από το νεοφιλελευθερισμό...
Βεβαίως, όλα αυτά έχουν τη διεθνή τους διάσταση , η παθογένεια είναι οικουμενική. Αλλά το ζήτημα είναι ότι όλα τα συναφή πολλαπλασιάζονται και μεγιστοποιούνται στην «ελληνική περίπτωση. Βεβαίως, φαινομενικά αυτού του είδους η προσέγγιση του ζητήματος, δεν αφορά άμεσα την επέτειο της μεταπολίτευσης.
Μόνο, όμως, φαινομενικά γιατί τόσα χρόνια μετά, οι τάσεις συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας είναι πανταχού παρούσες. Από τις εκπτώσεις σε κοινωνικά, ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, μέχρι τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Συμβολικό από την οπτική αυτή είναι ότι η επέτειος συμπίπτει με την ολομέτωπη αντιπαράθεση κυβέρνησης και εργαζομένων για τις εργασιακές σχέσεις και το ωράριο των καταστημάτων...
*************
Οι προσδοκίες του δημοκρατικού λαού, που παλλόταν κατά τη μεταπολίτευση δεν περιορίζονταν στο να μη γίνονται εκλογές βίας και νοθείας. Ούτε να λειτουργεί ικανοποιητικά ένα δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, να μην απειλείται από «σωτήρες» και να μη συνθλίβεται σε σκοτεινά κέντρα. Ούτε απλώς ν΄ ανήκει η χώρα στην «ευρωπαϊκή οικογένεια».
Ήταν πολύ μεγαλύτερες και πιο προωθημένες για ένα εγγυημένο από συμμετοχικούς θεσμούς κράτους δικαίου και κοινωνικής πρόνοιας. Απ΄ εδώ και η δημοκρατική δυσθυμία, καθώς ανατέλλει η νέα επέτειος. Μια δυσθυμία, που παίρνει άλλες διαστάσεις στο καθεστώς της νέας αμερικανοκρατίας , η απαλλαγή από την οποία ήταν βασικό ζητούμενο...
(Ο Τάκης Κατσιμάρδος είναι δημοσιογράφος)