Τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει πλήθος πραξικοπημάτων στην περιοχή του Σαχέλ[1], διενεργούμενα σε ένα κλίμα αγανάκτησης για την αυξανόμενη φτωχοποίηση των λαών στα ήδη πιο φτωχά κράτη του κόσμου, τους υψηλούς δείκτες διαφθοράς, την εξάπλωση πολλών και διαφορετικών ισλαμιστικών εξτρεμιστικών ομάδων, όπως το Ισλαμικό Κράτος, η Αλ-Κάιντα και η Μπόκο Χαράμ, την ανικανότητα χρηστής διακυβέρνησης και, τέλος, για τη μη ουσιαστική ανεξαρτητοποίηση από τις αποικιακές σχέσεις εξουσίας με τη Δύση και ιδίως τη Γαλλία.
Το πραξικόπημα της 26ης Ιουλίου στο Νίγηρα ήταν το τελευταίο μιας μακράς σειράς πραξικοπημάτων που έχει γνωρίσει η χώρα από την ανεξαρτητοποίησή της από τη Γαλλία το 1960. Μέλη της προεδρικής φρουράς έθεσαν υπό ομηρία τον Πρόεδρο της χώρας, Μοχάμεντ Μπαζούμ, στο παλάτι του, καταλύοντας την επίσημη κυβέρνηση του Kόμματος για τη Δημοκρατία και το Σοσιαλισμό. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια απομάκρυνσης του Μπαζούμ από την εξουσία.
Ο Μπαζούμ εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Νίγηρα, έχοντας διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών και Εσωτερικών κατά τη δεκαετή ηγεσία του προκατόχου του, Μαχαμάντου Ισούφου και έχοντας επιλεγεί από τον δεύτερο ως υποψήφιος, στην πρώτη δημοκρατική μετάβαση εξουσίας στην ιστορία της χώρας. Η αρχική σιωπή του Ισούφου για το πραξικόπημα ενέτεινε τις εικασίες για πιθανή εμπλοκή του (αν και αργότερα ο ίδιος το αρνήθηκε), λαμβάνοντας υπόψη τις στενές σχέσεις που είχε κατά την ηγεσία του με τον αρχηγό του στρατού και επικεφαλής των ανατρεπτικών δυνάμεων, Αμπντουραχμάν Τιανί. Υπογραμμίζονται έτσι οι πολύπλοκες και εύθραυστες δυναμικές στις δομές εξουσίας του Νίγηρα.
Όπως προαναφέρθηκε, η ολοένα και αυξανόμενη επισφάλεια, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, αλλά και της οξυμένης δραστηριότητας τρομοκρατικών οργανώσεων ήταν δύο από τους βασικότερους λόγους για την απότομη αυτή εναλλαγή εξουσίας. Mε ένα κύμα υποστηρικτών των αντιστασιακών παρακρατικών ομάδων να ενισχύεται και να πληθαίνει σε διάφορες περιφέρειες της χώρας, ο Τιανί, αυτοανακυρύσσεται νέος ηγέτης του Νίγηρα.
«…Η παρούσα προσέγγιση για την ασφάλεια απέτυχε να προστατεύσει τη χώρα, παρά τις σθεναρές θυσίες των Νιγηριανών και της εκτιμηθείσας υποστήριξης των εταίρων μας. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με την ίδια προσέγγιση (…) μπροστά στο ρίσκο της σταδιακής και αναπόφευκτης εξαφάνισης της πατρίδας μας», δήλωσε ο Τιανί απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του και στη διεθνή κοινότητα, η οποία επέδειξε πρωτοφανή προσοχή στις εσωτερικές εξελίξεις στο Νίγηρα, σε σχέση με τα προηγούμενα πραξικοπήματα στη χώρα, αλλά και στο Σαχέλ συνολικά.
Τονίστηκε επίσης πως κρίνεται απαραίτητη μια μεταβατική περίοδος τριών ετών κατά την οποία θα διενεργηθεί ένας διάλογος σε επίπεδο εθνικό, με σκοπό την αναδιαμόρφωση της διακυβέρνησης της χώρας. Ακόμη, έχοντας την υποστήριξη των κυβερνήσεων των γειτονικών Μάλι και Μπουρκίνα Φάσο, που επίσης ανήλθαν στην εξουσία έπειτα από πραξικόπημα, η νέα ηγεσία του Νίγηρα αντιτάχθηκε σθεναρά έναντι της Οικονομικής Κοινότητας Δυτικοαφρικανικών Κρατών (ECOWAS).[2] Συγκεκριμένα, τα υπόλοιπα Κράτη-Μέλη έκλεισαν τα εδαφικά και εναέριά τους σύνορα με το Νίγηρα, ενώ προειδοποίησαν για στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση μη αποκατάστασης της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης Μπαζούμ. Αντίστοιχα, η νέα ηγεσία του Νίγηρα και οι σύμμαχοί της απάντησαν πως θα προστατεύσουν τη χώρα χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο κριθεί αναγκαίο.
Το παραπάνω δεν αναδεικνύει μόνο τη δυνητική έξαρση της αστάθειας στο Σαχέλ, αλλά οριοθετεί με ξεκάθαρο και επίσημο τρόπο την πρακτική και ιδεολογική διάκριση μεταξύ αυτών που συντάσσονται με τους δυτικούς θεσμούς και συμμάχους από τη μία, και εκείνων που επιζητούν την αποδέσμευση από νεοαποικιακές επεμβάσεις και πολιτικές από την άλλη. Ακόμη, η ECOWAS, με τη Νιγηρία στην Προεδρία, επέβαλε τις πιο αυστηρές κυρώσεις στο Νίγηρα, όπως η διακοπή όλων των εμπορικών σχέσεων, το πάγωμα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, και η κατά συνέπεια παρεμπόδιση της αποπληρωμής των δανείων, και η διακοπή της οικονομικής βοήθειας. Στο πλαίσιο αυτό διεκόπη η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από τη Νιγηρία, το οποίο αποτελούσε το 70% της συνολικής ηλεκτροδότησης για το Νίγηρα. Οι κυρώσεις της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης Γαλλίας, της υπόλοιπης ΕΕ, αλλά και των ΗΠΑ επικεντρώθηκαν επίσης στον οικονομικό αποκλεισμό και στη διακοπή της αναπτυξιακής βοήθειας.
Οι προαναφερθείσες κυρώσεις δυσχέραναν ακόμη περισσότερο της συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού. Το 2021, πάνω από 40% του πληθυσμού (περίπου 10 εκατομμύρια) ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ακόμη, οι εσωτερικές διενέξεις, οι ραγδαία αυξανόμενες τιμές στα τρόφιμα και οι πλημμύρες που πλήττουν τις αγροτικές περιοχές, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν 3 εκατομμύρια σε επισιτιστική επισφάλεια έως το τέλος του 2023. Τέλος, η παιδική θνησιμότητα στο Νίγηρα είναι μια από τις υψηλότερες παγκοσμίως.
Έχοντας αναλύσει όλα τα παραπάνω, εύλογα προκύπτει το εξής ερώτημα: γιατί απασχολεί τόσο τη διεθνή κοινότητα το τελευταίο πραξικόπημα στο Νίγηρα, ενώ δεν υπήρξε τέτοιο ενδιαφέρον ούτε για τα προηγούμενα στη χώρα, αλλά και για εκείνα σε άλλα κράτη της Δυτικής Αφρικής (βλέπε το πραξικόπημα στην Γκαμπόν στις 30 Αυγούστου 2023); Αρχικά, ο Νίγηρας αποτελούσε για περίπου έξι δεκαετίες μια από τις σημαντικότερες αποικίες για τη Γαλλία στη Δυτική Αφρική, πρωτίστως λόγω τον υψηλών αποθεμάτων που η χώρα διαθέτει σε ουράνιο.
Έως και σήμερα, και παρά τις τελευταίες εξελίξεις στη χώρα, το μεγαλύτερο μέρος των εξορύξεων ουρανίου στο βορειοδυτικό τμήμα του Νίγηρα αναλαμβάνει η γαλλική εταιρεία Orano. Αυτό, σε συνδυασμό με την παρουσία 1.500 γαλλικών στρατευμάτων και αεροπορικών βάσεων σε νιγηριανό έδαφος, αναδεικνύει το νεοαποικιακό μοντέλο της γαλλικής στρατηγικής στο Σαχέλ. Η Φρανκαφρίκ (Françafrique) όμως, ως σχέδιο συνέχισης της πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κυριαρχίας της Γαλλίας επί των πρώην αφρικανικών εδαφών της, τίθεται ολοένα και περισσότερο υπό αμφισβήτηση από τη νέα γενιά και, όπως φάνηκε, από θύλακες εντός της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του Νίγηρα. Καθοριστικής σημασίας για την ανάλυση της επόμενης ημέρας στο Σαχέλ, είναι η πρόσφατη δήλωση του Εμμανουέλ Μακρόν πως «δεν υπάρχει πια Φρανκαφρίκ (…) δεν επεμβαίνουμε στα πολιτικά πράγματα στη χώρα», αφού απομάκρυνε τη διπλωματική αποστολή από την πρωτεύουσα Νιαμέυ.
Ο Νίγηρας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στρατηγικούς εταίρους της Δύσης στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, αλλά και της οριοθέτησης των μεταναστευτικών ροών από την Αφρική προς την ΕΕ. Ήδη από τις αρχές του 2000 η κυβέρνηση Ισούφου σύναψε στρατιωτικές συμφωνίες εγκατάστασης και εκπαίδευσης στρατευμάτων με τις ΗΠΑ, με τις δεύτερες να παρέχουν εκατομμύρια δολάρια αναπτυξιακής βοήθειας στη χώρα (με πολλά από αυτά να έχουν απορροφηθεί από τη διεφθαρμένη ελίτ), έχοντας συμφέρον διατήρησης της δημοκρατικής σταθερότητας για την εξασφάλιση της δυναμικής παρουσίας τους στο Σαχέλ, μπροστά στην αύξηση της επιρροής των αντιπάλων τους, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Οι ΗΠΑ αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν «πραξικόπημα» τις εξελίξεις στο Νίγηρα, προκειμένου να μπορέσουν να διατηρήσουν την εκεί παρουσία τους. Όμως, η τάση προσέγγισης της Ρωσίας από μεγάλη μερίδα της νέας γενιάς υποδηλώνει μια ανάγκη αποδέσμευσης από το αποικιακό και φιλοαμερικανικό παρελθόν. Οι ρωσικές σημαίες στις διαδηλώσεις υπέρ του πραξικοπήματος θυμίζουν εικόνες από άλλα κράτη της κεντρικής Αφρικής όπου η Ρωσία έχει εδραιώσει την παρουσία της, όπως η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Σουδάν. Άλλωστε, από πολλούς η Ρωσία θεωρείται ένας νέος εταίρος, μη στιγματισμένος από ένα σκοτεινό και αιματηρό αποικιοκρατικό παρελθόν, που θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για την πολιτική και την οικονομία.
Η στρατηγική της Ρωσίας στη Αφρική στηρίζεται στην πολιτική επιρροή καθεστώτων, στον έλεγχο φυσικών πόρων και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και σε αμυντικές και εξοπλιστικές συμφωνίες. Τα παραπάνω η Ρωσία τα εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό μέσα από ιδιωτικές (ή στη συγκεκριμένη περίπτωση (ημι)δημόσιες) στρατιωτικές εταιρίες, με βασικότερη τη Βάγκνερ. Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ η κυβέρνηση Πούτιν καταδίκασε στα ΗΕ το πραξικόπημα στο Νίγηρα, ο -νεκρός πλέον- αρχηγός τη Βάγκνερ, Πριγκόζιν, δήλωσε πως η εταιρία είναι έτοιμη να στηρίξει τη νέα ηγεσία και την εθνική κυριαρχία του Νίγηρα με όποιον τρόπο χρειαστεί, έχοντας άλλωστε στρατεύματα στο γειτονικό Μάλι.
Καταλήγοντας, είναι ακόμη δύσκολο να εξακριβωθεί αν το πραξικόπημα στο Νίγηρα ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών αντιπαλοτήτων ή μεγαλύτερων αλλαγών στην κατανομή της ισχύος διεθνώς. Με αφορμή την κατάσταση στο Νίγηρα μπορούν να συναχθούν προς το παρόν τρία συμπεράσματα. Πρώτον, είναι διακριτή μια ανάγκη των κοινωνιών της περιοχής του Σαχέλ να αποδεσμευτεί ο κρατικός μηχανισμός από (νέο)αποικιακές πολιτικές της Γαλλίας και να εδραιωθεί μιας ανεξάρτητη θέση τους στο διεθνές σύστημα. Δεύτερον, η ανακατανομή της ισχύος στο Σαχέλ αναδεικνύει το ρόλο του ιδιωτικού κεφαλαίου (των ιδιωτικών εταιριών μισθοφόρων) στην επίλυση και αποκατάσταση διαφορών, που πολλές φορές μπορεί να βρίσκεται σε ασυμφωνία με την κεντρική κυβέρνηση του κράτους-βάσης του (Πούτιν/Βάγκνερ). Τρίτον, όπως και κατά την αποικιοκρατία, η εσωτερική αστάθεια εξακολουθεί να αποτελεί αφορμή για την επέμβαση εξωτερικών δυνάμεων στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, η οποία διαιωνίζει τις ανισότητες σε επίπεδο εσωτερικό, αλλά και συστημικό, έχοντας αντίκτυπο στα ήδη φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Μένει να φανεί αν η νέα πολιτική κατάσταση στο Νίγηρα δε θα μεταβληθεί και πώς θα αλληλοεπιδράσουν οι εξωτερικοί δρώντες, στο πλαίσιο μεταβολής της επιρροής στο διεθνές σύστημα από τις παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις προς τις αναδυόμενες παγκόσμιες δυνάμεις.
(Η Ειρήνη Γιαννοπούλου είναι Πολιτική Επιστήμονας ΜΑ Διεθνής & Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση & Πολιτική, ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 15ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ)
[1] Γεωγραφική περιοχή στη δυτική και βορειοκεντρική Αφρική που εκτείνεται από τη Σενεγάλη ως το Σουδάν προς τα ανατολικά.
[2] Σημειώνεται πως ο Νίγηρας, η Μπουρκίνα Φάσο και το Μάλι προ ολίγων ημερών σύναψαν Αμυντική Συμφωνία για την από κοινού καταπολέμηση των εξτρεμιστικών ομάδων στην περιοχή της Λιπτακό-Γκουρμά, όπου συνορεύουν τα τρία αυτά κράτη.