Υπάρχει κάποιος που να μην αισθάνεται εγκλωβισμένος στο σπίτι του, ακόμα και αν αυτό το σπίτι είναι η γαλήνη του; Υπάρχει κάποιος που να μην περιμένει την άρση των περιορισμών; Όχι. Όλοι θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Όμως οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε ότι πρέπει να υπακούμε στους κανόνες του οργανωμένου κράτους. Και όταν αυτό αποφασίζει να μην ανοίξει τελικά το μαγαζί που μόλις ετοίμασες να ανοίξει μετά από πέντε και πλέον μήνες κατά τους οποίους παρακολουθείς κορωνοπάρτυ στις πλατείες, χειροφιλήματα στις εκκλησίες υπουργικά βαφτίσια και πρωθυπουργικές εξορμήσεις στην ύπαιθρο, εμείς οι περισσότεροι περιμένουμε στωικά.
Όχι επειδή «ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν χειρότερος», ούτε επειδή «ο Κυριάκος είναι άριστος». Αλλά επειδή οι κοινωνίες λειτουργούν με θεσμούς και με διαδικασίες.
Και είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που κάποιοι από εμάς ασκούμε κριτική στον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε λειτουργοί των θεσμών –σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη για παράδειγμα– λαμβάνουν αποφάσεις και, στη συνέχεια, εφαρμόζουν αποφάσεις.
Όταν λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει κανένα σχέδιο διαχείρισης της κρίσης, ότι δεν έχει ορίσει καθαρά κριτήρια χαλάρωσης ή αυστηροποίησης των μέτρων, ότι δεν έχει περιφρουρήσει τα μέτρα αυτά, δεν το κάνουμε ούτε από μιζέρια, ούτε από αντιπολιτευτικό οίστρο. Είναι μάλλον σαφές ότι η διαχείριση της πανδημίας μετά το τέλος του πρώτου lockdown απέτυχε. Ας μη γελιόμαστε εκτρέποντας τη συζήτηση για τη διαχείριση της πανδημίας στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν καλύτερος από τη Νέα Δημοκρατία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να πανηγυρίσει την επιτυχία του μικρού αριθμού κρουσμάτων και απωλειών του πρώτου κύματος του ιού με συνεντεύξεις τύπου στο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. Στη συνέχεια, επέλεξε να ανοίξει τα σχολεία χωρίς τεστ για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.
Μετά, άνοιξε τις εκκλησίες αναζητώντας εκεί ίσως τη θεία πρόνοια. Και στο τέλος, άρχισε να κυνηγάει τους μισούς πολίτες που είχαν βγει με τις μάσκες τους ένα πρωινό Κυριακής στις πλατείες, έχοντας αφήσει τους άλλους μισούς να διασκεδάζουν δίχως αύριο το προηγούμενο βράδυ Σαββάτου στην ίδια πλατεία.
Και είναι στο τελευταίο ακριβώς σημείο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης των πολιτών εκείνων που αναζητούν τη σύνεση που μόνο οι καλώς λειτουργούντες θεσμοί μπορούν να προσφέρουν. Σήμερα, η μισή κοινωνία είναι κλειδωμένη στο σπίτι και η άλλη μισή είναι ανεξέλεγκτη στο δρόμο. Και η κυβέρνηση επιλέγει να μιλά μόνο για τη δεύτερη –την άλλοτε «ανεύθυνη», άλλοτε «αδιάφορη», άλλοτε «κατευθυνόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ»– προκειμένου να κρύψει την αδυναμία της να προστατέψει την πρώτη. Τα μέτρα που γράφονται και σβήνονται, τα μέτρα που δεν τηρούνται, τα μέτρα που αλληλοαναιρούνται, δεν προστατεύουν τη μισή κοινωνία που παραμένει για μήνες κλειδωμένη στο σπίτι της.
Η κοινωνία δε θέλει να βγει στα πολυκαταστήματα, στις παραλίες και στις ταβέρνες. Θέλει σταθερότητα στις αποφάσεις που λαμβάνονται και ομοιομορφία στις αποφάσεις που εφαρμόζονται. Θέλει να ακούσει ένα πρόγραμμα και να ξέρει ότι αυτό θα τηρηθεί. Δεν ακούει και δεν ξέρει τίποτα από τα δύο. Και για αυτό δικαίως διαμαρτύρεται.
Ναι, η πανδημία του covid-19 είναι «η στραβή στη βάρδια» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως θα έλεγε η πάλαι ποτέ Περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, αν βρισκόταν στη θέση της σήμερα, όπως και τότε, την τραγική 23η Ιουλίου 2018 στο Μάτι. Η ίδια, όπως και ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατηγορήθηκαν γιατί κρύφτηκαν πίσω από τη θεομηνία και δεν ένοιωσαν την ανάγκη να πούνε ούτε μια συγγνώμη για όσα εκείνοι θα μπορούσαν να κάνουν για να απαλύνουν τον πόνο και τις συνέπειες. Πολιτικοί χωρίς ενσυναίσθηση. Η υπεροψία της εξουσίας είναι κακός σύμμαχος. Ρωτήστε τον Αλέξη Τσίπρα, κύριε Πρωθυπουργέ.
(Ο Νίκος Νυφούδης είναι πρώην βουλευτής Ποταμιού και εκπρόσωπος Τύπου της κίνησης πολιτικού φιλελευθερισμού «εΜείς»)