Στο νέο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο» (Εκδόσεις «Μεταίχμιο») έχουμε αναφερθεί και άλλες φορές. Με αφορμή, όμως, την επέτειο του Πολυτεχνείου, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό μέρος του βιβλίου για το πώς επέδρασε η εξέγερση του ΄73 στα εσωτερικά δρώμενα της δικτατορίας:
ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Καθώς το «πείραμα Μαρκεζίνη» βρισκόταν σε εξέλιξη, η πρεσβεία είχε συλλέξει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες «παλαιοί πολιτικοί» συζητούσαν σοβαρά το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν στις εκλογές που σχεδίαζε να διεξαγάγει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Την ίδια όμως στιγμή τα στελέχη της είχαν επισημάνει το κλίμα αγανάκτησης που επικρατούσε στα ελληνική πανεπιστήμια ανάμεσα στους φοιτητές. Όταν δεν ξέσπασαν τα πρώτα επεισόδια στα τέλη Οκτωβρίου, Αμερικανοί διπλωμάτες τα επισκέφθηκαν και διαπίστωσαν τον έντονο αντιαμερικανισμό των φοιτητών, την προσήλωση στον Ανδρέα Παπανδρέου και στα αριστερά επαναστατικά ιδεώδη, ενώ προέβλεπαν πως οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν.
Τα επεισόδια του Πολυτεχνείου και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου σόκαραν τον Τάσκα και το επιτελείο του. Τις ημέρες εκείνες μια αντιπροσωπεία του Κογκρέσου επισκεπτόταν την Αθήνα και με τρόμο παρακολούθησαν από τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου όπου έμεναν την καταδίωξη των φοιτητών από την αστυνομία. Οι πέντε βουλευτές βρίσκονταν σε κάποια συνάντηση, όταν άκουσαν πυροβολισμούς. Η πολιτική σύμβουλος Ελίζαμπεθ Μπράουν τούς διαβεβαίωσε πως δεν επρόκειτο για σοβαρά επεισόδια αλλά για ασήμαντες διαμαρτυρίες γύρω από το...πρόγραμμα διδασκαλίας. Η πρεσβεία ανησύχησε για την εικόνα που θα μετέφεραν στην Ουάσινγκτον τα μέλη του Κογκρέσου, που είχαν ακούσει νωρίτερα τον πρέσβη να αναλύει με ρόδινα χρώματα τα ανοίγματα του Παπαδόπουλου. Πράγματι, οι βουλευτές έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον Κίσινγκερ αμέσως μόλις επέστρεψαν στην Ουάσινγκτον με την οποία αναρωτιόντουσαν αν ο Τάσκα δεν ήταν καλά πληροφορημένος ή αν εσκεμμένα προσπάθησε να τους παραπληροφορήσει για τα όσα συνέβαιναν στην Αθήνα.
Ο Έστες, ο νούμερο δύο του σταθμού της CIA, θυμάται ότι δεν πήραν πολύ στα σοβαρά την απόπειρα εκδημοκρατισμού του Παπαδόπουλου.
«Πιστεύαμε ότι ο Παπαδόπουλος θα ήταν πάντοτε Παπαδόπουλος (Papadopoulos would be Papadopoulos) και ότι θα διοικούσε πάντοτε τη χώρα άσχετα με το τι εκλογές θα έκανε» θυμάται και συμπληρώνει: «Δεν περιμέναμε το Πολυτεχνείο. Εκπλαγήκαμε όταν μπήκαν μέσα τα τανκς.
Ο Έστες πήγε στο Πολυτεχνείο και περπατούσε στο κέντρο όταν τα επεισόδια βρίσκονταν σε εξέλιξη. Θυμάται ότι σοκαρίστηκε όταν μετά πήγε στο γραφείο της υπηρεσίας στην Πανεπιστημίου, ενώ το κέντρο της πόλης καιγόταν και μύριζε δακρυγόνα, για να βρει τον επικεφαλής της υπηρεσίας Στέισι Χαλς «να παρακολουθεί ένα ματς μπέιζ μπολ των Red Sox από το ραδιόφωνο».
Ο Τάσκα τηλεφώνησε αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η επέμβαση των στρατιωτικών δυνάμεων και η εισβολή στο Πολυτεχνείο στον βοηθό υφυπουργό Ρότζερ Ντέιβις στην Ουάσινγκτον και τόνισε:
«Τα επεισόδια είναι μια προφανής προσπάθεια ακραίων αριστερών αλλά και δεξιών στοιχείων να τορπιλίσουν την προσπάθεια επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα», ενώ ισχυρίστηκε πως τα συνθήματα των πολιτών θύμιζαν «τα συνθήματα των κομμουνιστών τη δεκαετία του ‘40». Μετά το τηλεφώνημα, ο Ντέιβις έστειλε ένα σημείωμα στον Κίσινγκερ το οποίο κατέληγε με τη διαπίστωση: «Δεν θα πρέπει να αποκλείουμε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα».
Την επόμενη ημέρα ο Τάσκα συνάντησε τον Μαρκεζίνη και του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρη τη χώρα, την οποία χαρακτήρισε «υπερβολική». Ο Αμερικανός διπλωμάτης έβλεπε τα σχέδιά του να καταρρέουν, τον Παπαδόπουλο αδύναμο και την αμερικανική πολιτική σε αδιέξοδο. Συνειδητοποίησε πως η Ουάσινγκτον δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να επηρεάσει τις εξελίξεις, ενώ μηνύματα τού έρχονταν από παντού πως η ελληνική κοινή γνώμη στρέφεται ολοένα και περισσότερο εναντίον των ΗΠΑ. Η πολιτική του σύμβουλος Ελίζαμπεθ Μπράουν είχε συναντηθεί εκείνες τις ημέρες με έναν «αξιόπιστο παρατηρητή των ελληνικών εξελίξεων», ο οποίος της δήλωσε απερίφραστα: «Κάθε προσπάθειά σας να κερδίσετε τις εντυπώσεις με την ελληνική κοινή γνώμη έχουν αποτύχει. Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά σας μισούν».
Υπό το βάρος των γεγονότων αυτών, ο Τάσκα εξερράγη κυριολεκτικά όταν είδε στα βραδινό τηλεοπτικό δελτίο του μοναδικού κρατικού καναλιού εικόνες από την επίσκεψη του ναυάρχου Ρίτσαρντ Κόλμπερτ, διοικητή της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός αξιωματούχος εμφανιζόταν να χαιρετάει με θέρμη τον Παπαδόπουλο και να του σφίγγει και με τα δύο χέρια το δεξί του χέρι. Αυτό που ενόχλησε ακόμα περισσότερο τον Τάσκα ήταν το γεγονός πως ο Κόλμπερτ επιθεώρησε ένα άγημα των ΛΟΚ, των δυνάμεων που είχαν καταστείλει την εξέγερση των φοιτητών στην Αθήνα. Ο Τάσκα έγραφε, με εμφανή οργή:
«Υπό το φως του αριθμού των νεκρών, του κατ’ οίκον περιορισμού στους παλαιούς πολιτικούς... και την ασυνήθιστη εκδήλωση αντιαμερικανικών αντιδράσεων θεωρώ ότι είναι τουλάχιστον ατυχής η επίσκεψη ενός μεγαλο-ναυάρχου με αμερικανική στρατιωτική στολή σε μια περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης χωρίς καμία ενημέρωση ή προηγούμενη συνεννόηση με τον πρέσβη. Μπορεί ο ναύαρχος να φορά νατοϊκό καπέλο αλλά φορά αμερικανική στολή και πληρώνεται από τον Αμερικανό φορολογούμενο. Δεν βλέπω πώς εξυπηρετούνται τα αμερικανικά συμφέροντα στις παρούσες συνθήκες όταν το ελληνικό καθεστώς τυλίγει γύρω του την αμερικανική σημαία. Πρόκειται για σαφή παρέμβαση, από αυτές που θα έπρεπε να αποφύγουμε».
Ο Τάσκα είχε αλλάξει γραμμή και η ειρωνεία ήταν εμφανής σε όσους είχαν παρακολουθήσει τις προσπάθειές του να βοηθήσει τον Παπαδόπουλο τα προηγούμενα χρόνια (...)
Ο ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΠΑΓΙΔΕΥΕΙ ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Εν τω μεταξύ, όμως, στο παρασκήνιο εκτυλίσσονταν, πολύ πριν το Πολυτεχνείο, πολλές συνωμοσίες με τελικό στόχο την ανατροπή του Παπαδόπουλου και τον εκτροχιασμό του «πειράματος Μαρκεζίνη». Το ενδεχόμενο της επιστροφής των παλαιών πολιτικών στην εξουσία εξόργιζε τους μικρούς αξιωματικούς, οι οποίοι διαμαρτύρονταν: «Η 21η Απριλίου έγινα για να φύγει η σαβούρα των πολιτικών και τώρα τους ξαναφέρνεις, βρε Παπαδόπουλε;». Στενοί συνεργάτες του Ιωαννίδη, όπως ο υπασπιστής του λοχαγός Ανδρέας Θανόπουλος, έμπαιναν κάθε πρωί στο γραφείο του και μετέφεραν κουτσομπολιά για «δουλειές» που είχαν κάνει συγγενείς του Μακαρέζου ή του Παττακού. «Κάθε μέρα άκουγε γκρίνια, κάθε μέρα» θυμάται ο Σταύρου.
Πολλά έχουν λεχθεί για τον ρόλο του Ιωαννίδη στον χειρισμό των εξελίξεων του Πολυτεχνείου. Οι άνθρωποι που ήταν κοντά του εκείνη την περίοδο δίνουν τη δική τους εκδοχή. Ο Σταύρου, που ήταν διευθυντής του γραφείου του, θυμάται ότι ο Παπαδόπουλος τηλεφώνησε στον Ιωαννίδη τις πρώτες ημέρες των διαδηλώσεων. Ρώτησε μάλιστα των Ιωαννίδη αν έπρεπε να φύγει από το γραφείο για να μην ακούσει τη συνομιλία, αλλά ο ταξίαρχος του έκανε νόημα να μείνει. Ο Ιωαννίδης επέμενε μιλώντας στον Παπαδόπουλο: «Κόψε το ρεύμα και το νερό και θα πεταχτούν έξω σαν τα ποντίκια». Ο Παπαδόπουλος απαντούσε: «Πρέπει να τους αφήσουμε να εκτονωθούν», ενώ ο Ιωαννίδης τον πίεζε λέγοντας: «Άκουσέ με, είναι κομμουνιστές μέσα, θα μπλέξουμε».
Το βράδυ της κορύφωσης των γεγονότων ο Παλαΐνης θυμάται ότι συμμετείχαν σε σύσκεψη ενός άλλου αξιωματικού στου Ζωγράφου. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Δημήτριος Ζαγοριανάκος τηλεφώνησε ψάχνοντας τον Ιωαννίδη και του μετέφερε την πρόθεση του Παπαδόπουλου να καταστείλουν την εξέγερση. Κατά τη διήγηση του Χ. Παλαΐνη, ο οποίος ήταν εκεί, ο Ιωαννίδης συνέστησε: «Να μην μπλέξετε τον στρατό και να τα κάνετε όσο μπορείτε ήρεμα όλα». Ο Ιωαννίδης μπήκε αργότερα το ίδιο βράδυ στο αυτοκίνητό του μαζί με τον Παλαΐνη και έναν οδηγό και πέρασαν από το Πολυτεχνείο, αφού είχε εισβάλει το άρμα. Τσαντισμένος σχολίασε: «Είδες τι μας έκανε ο ...;». Βασικός του φόβος ήταν το γεγονός πως λόγω των εξελίξεων είχαν μετακινηθεί μονάδες στην Αττική οι διοικητές των οποίων δεν είχαν μυηθεί στο επικείμενο πραξικόπημα.