Η ένταση της τουρκικής επιθετικότητας το τελευταίο διάστημα και η λιτότητα που έφερε στις ένοπλες δυνάμεις η εποχή των μνημονίων φέρνει στο προσκήνιο τη συζήτηση περί θωράκισης της χώρας με ένα νέο πρόγραμμα εξοπλισμών. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις πληροφορίες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανακοινώσει στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ένα συνολικό σχέδιο για την αμυντική θωράκιση της χώρας, ενώ ήδη ρεπορτάζ κάνουν λόγο για εξαγγελία ενός εξοπλιστικού πακέτου ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, για το οποίο όμως θα πρέπει να κρατήσουμε μικρό καλάθι, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Για το εάν η χώρα χρειάζεται ένα νέο εξοπλιστικό πακέτο και αν ναι, ποιο θα πρέπει να είναι μιλούν στο iEidiseis οι Δημήτρης Καιρίδης, καθηγητής διεθνών σχέσεων και βουλευτής Βορείου Τομέα Αθηνών της ΝΔ, ο Θοδωρής Δρίτσας, τομεάρχης Άμυνας και βουλευτής Α΄Πειραιά του ΣΥΡΙΖΑ και Νίκος Παπαναστάσης, βουλευτής του ΚΚΕ, αντισυνταγματάρχης ε.α.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙΡΙΔΗΣ: Η ανάγκη ενίσχυσης της αποτρεπτικής μας ισχύος
Παρά την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού έχει καταστεί σαφές ότι η χώρα χρειάζεται να επενδύσει στην άμυνά της
Η τρέχουσα κρίση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, εξαιτίας της επιθετικής συμπεριφοράς της Άγκυρας, επαναφέρει στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης την ανάγκη ενίσχυσης του αμυντικού οπλοστασίου της χώρας, μέσω ενός νέου εξοπλιστικού προγράμματος.
Στον ολοένα και πιο ανταγωνιστικό κόσμο που ζούμε, με την αποδυνάμωση των διεθνών θεσμών που ο εθνοκεντρισμός και οι οξυμένοι γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί προκαλούν, η διπλωματία από μόνη της, χωρίς την υποστήριξη της απαραίτητης ισχύος, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εκφυλιστεί σε «λόγια του αέρα». Η εθνική στρατιωτική ισχύς αποτελεί βασική παράμετρο της αποτρεπτικής μας ικανότητας και γι’ αυτό χρήζει της διαρκούς φροντίδας της πολιτικής ηγεσίας. Όσο χρήσιμες κι αν είναι οι διεθνείς συμμαχίες, την απευκταία ώρα μιας σύγκρουσης, η εθνική δύναμη μετράει το περισσότερο και αυτή είναι που, όταν είναι αξιόπιστη, μπορεί να κινητοποιήσει και τον διεθνή παράγοντα.
Η αλήθεια είναι ότι κατά τη δεκαετή οικονομική κρίση που προηγήθηκε τα κονδύλια για εξοπλισμούς μειώθηκαν δραματικά με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην γίνουν νέες προμήθειες αλλά να παραμεληθεί η συντήρηση του υφιστάμενου υλικού. Η κυβέρνηση της ΝΔ, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και, πάντως, πριν ξεσπάσει η τρέχουσα κρίση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, προχώρησε στη δρομολόγηση μιας σειράς από συμβάσεις, όπως αυτή για τη συντήρηση των Μιράζ, που αποτελούν κρίσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής αεράμυνας.
Παρά την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού έχει καταστεί σαφές ότι η χώρα χρειάζεται να επενδύσει στην άμυνά της. Αυτό προϋποθέτει και εξοικονόμηση πόρων από άλλες δαπάνες και άρα κάποιες δύσκολες επιλογές. Η ρητορική επίκληση της ανάγκης ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων χωρίς τη συγκεκριμενοποίηση εκείνων των περικοπών που θα την καταστήσουν ρεαλιστική δεν αρκεί.
Τέλος, η χώρα οφείλει να επενδύσει τις οικονομίες της με έξυπνο τρόπο, σε πλατφόρμες που με μικρό κόστος θα πολλαπλασιάζουν την αποτρεπτική ισχύ, με δεδομένο τους περιορισμένους πόρους, και μέσα από έξυπνες στρατηγικές συμμαχίες με εταίρους που έχουν μια κοινή συναντίληψη με εμάς για τις προκλήσεις ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο σήμερα. Επιπλέον, θα πρέπει κάτι να γίνει με το όνειδος της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που παρά τις όποιες εξαιρέσεις, δεν έχει καταφέρει να παίξει τον ρόλο που οι ανάγκες αλλά και οι θυσίες του ελληνικού λαού, για τη στήριξή της στο παρελθόν, απαιτούν.
(Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Βουλευτής ΝΔ, Βόρειου Τομέα Αθηνών)
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΡΙΤΣΑΣ: Πάλι νέα «κούρσα εξοπλισμών». Μήπως πρέπει να αναλάβει κεντρικό ρόλο η Βουλή;
Και ξαφνικά -ή μήπως όχι και τόσο ξαφνικά;- εξαγγέλλει νέο κύκλο εξοπλισμών κόστους άνω των 10 δις. Ούτε καν τον εξαγγέλλει υπεύθυνα και θεσμικά. Τον κοινοποιεί μέσω διαρροών!
Η κρίση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, δυστυχώς επιδεινώνεται, με αβέβαιη προοπτική. Η Τουρκία επιμένει να κλιμακώνει την επιθετικότητά της, με εμφανή σκοπό τη διαμόρφωση τετελεσμένων. Η Ελληνική Κυβέρνηση παλινωδεί διαρκώς, χωρίς καθαρή στρατηγική, χωρίς σχέδιο, χωρίς ιεράρχηση στόχων, χωρίς αυτοπεποίθηση, ίσως και… χωρίς άποψη!
Και ξαφνικά -ή μήπως όχι και τόσο ξαφνικά;- εξαγγέλλει νέο κύκλο εξοπλισμών κόστους άνω των 10 δις. Ούτε καν τον εξαγγέλλει υπεύθυνα και θεσμικά. Τον κοινοποιεί μέσω διαρροών!
Η άμυνα της χώρας και η εξοπλιστική της επάρκεια, είναι μία πολύ σοβαρή, πολυσύνθετη και δύσκολη υπόθεση, για να αντιμετωπίζεται με τέτοιους χειρισμούς κυβερνήσεων που δεν διστάζουν να δηλώνουν ότι είναι «προβλέψιμοι σύμμαχοι»! Οι πάντες γνωρίζουμε άλλωστε, χρόνια τώρα, ότι η ελληνική οικονομία αλλά και οι Ένοπλες Δυνάμεις, έχουν πληρώσει πολύ ακριβά τις δύο γνωστές και αδυσώπητες παγίδες κάθε σχεδίου εξοπλιστικής αναβάθμισης. Η μία παγίδα είναι η χωρίς έλεος σύγκρουση συμφερόντων των μεγαθηρίων και των Κρατών της παγκόσμιας βιομηχανίας όπλων και η άλλη, η διασυνδεδεμένη με την πρώτη «διπλωματία των εξοπλισμών».
Απέναντι σε αυτήν την επικίνδυνη και εκβιαστική μέγγενη, η χώρα μας δεν είχε ποτέ επεξεργασμένο και μελετημένο το μόνο στρατηγικό «αντίσωμα» που μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε επαρκή σχεδιασμό εξοπλισμών, σύμφωνα με τις πραγματικές αμυντικές ανάγκες και με το μικρότερο δυνατό οικονομικό κόστος. Αυτό το «αντίσωμα» δεν είναι άλλο παρά το δεκαπενταετές πρόγραμμα με διαρκή επανεξέταση ανά τριετία, που θα έχει προκύψει από μία πλήρως μελετημένη αξιολόγηση και προτεραιοποίηση των αναγκών, σε συνδυασμό με μία πλήρη γεωπολιτική και γεωστρατηγική ανάλυση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, παρά τις δυσκολίες. Όμως, επί δεκαπέντε περίπου μήνες τώρα με Κυβέρνηση Ν.Δ., ο αρμόδιος Υπουργός Εθνικής Άμυνας, έχει κατ’ επανάληψη δεσμευτεί, μετά από συνεχή και επίμονα αιτήματα τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ενώπιων των μελών της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας & Εξωτερικών Υποθέσεων και της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής, ότι θα ανοίξει με συστηματικό τρόπο και με κανόνες εμπιστευτικότητας, αυτή τη συζήτηση. Δεν το έχει πράξει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση (εκτός από τη διαπραγμάτευση που ξεκίνησε για την προμήθεια δύο φρεγατών τύπου Belharra, κατάλληλων για τα ανοιχτά νερά της Ν.Α. Μεσογείου) έδωσε το κύριο βάρος και μάλιστα με επιτυχία, από τη μία να ολοκληρωθούν Συμβάσεις που είχαν δρομολογηθεί και για διάφορους λόγους είχαν παγώσει (υποβρύχια, τορπιλάκατοι, ανταλλακτικά, πυρομαχικά κ.ά.) και από την άλλη να εκσυγχρονιστούν και να αναβαθμιστούν τα αεροσκάφη F16 και Mirage της Πολεμικής Αεροπορίας. Αυτά έχουν ήδη δρομολογηθεί. Και τι δεν ακούσαμε τότε, παρά το γεγονός ότι όλες αυτές και άλλες προμήθειες, τις οποίες υπέγραψαν προηγούμενες κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., δεν προέβλεπαν συμβατική υποχρέωση των προμηθευτών για συντήρηση, εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση, συχνά δε, ούτε για ανταλλακτικά ούτε και για πυρομαχικά. Γι’ αυτό και στο τέλος, το κόστος πολλαπλασιάστηκε, ο χρόνος πλήρους παράδοσης άγγιξε… το άπειρο και οι «μίζες» έκαναν χορό.
Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στη νέα οικονομική κρίση που απειλεί τη χώρα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, γι’ αυτήν τη νέα «κούρσα εξοπλισμών» θα απαιτήσει να προηγηθεί πλήρης συζήτηση στη Βουλή, με απόλυτα τεκμηριωμένη πρόταση από την πλευρά της Κυβέρνησης, έτσι ώστε το Κοινοβούλιο μετά λόγου γνώσεως να αναλάβει τις ευθύνες και να εγκρίνει ή να απορρίψει ή να διαφοροποιήσει την κυβερνητική πρόταση, με κανόνες διαφάνειας και ορθολογικής αξιολόγησης όλων των δεδομένων.
(Ο Θοδωρής Δρίτσας είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α΄ Πειραιά & Νησιών, Τομεάρχης Εθνικής Άμυνας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ)
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Κριτήριο δεν είναι η άμυνα της χώρας, αλλά οι νατοϊκοί σχεδιασμοί
Συσκοτίζουν σκόπιμα το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται για το 2019, στην 33η θέση της παγκόσμιας κατάταξης προμήθειας εξοπλισμών, δαπανώντας 5,5 δισ. δολάρια με μείωση περίπου -0,4% από το 2018 και -20% κατά τη δεκαετία 2010-19
Την τελευταία χρονική περίοδο, με επίκληση της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας, αναδεικνύεται σταθερά, πολύμορφα κι από πολλά κέντρα ταυτόχρονα, η επιτακτική ανάγκη νέων, «γιγαντιαίων» εξοπλιστικών προγραμμάτων. Προβαλλόμενος στόχος, η ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ), έναντι των αντίστοιχων τουρκικών.
Με βάση την προβολή αυτής της «ανάγκης», τα αστικά ΜΜΕ, ανάγουν την υλοποίηση ή μη αυτών των σχεδιασμών σχεδόν σε κύριο στοιχείο επιβίωσης ή μη του «ελληνισμού» συνολικά. Προβάλλουν «ύποπτα» «απόλυτες» λύσεις για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας, καταδεικνύοντας, με εναλλαγές κατά χρονικές περιόδους και τις χώρες προέλευσης, αλλά και συγκεκριμένα οπλικά συστήματα. Η εναλλαγή των προτεινόμενων λύσεων, κατά κανόνα ακολουθούν τις γεωπολιτικές κολεγιές που ευκαιριακά επιλέγουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Πολεμικά αεροσκάφη αμερικανικής προέλευσης «F-35», αλλά και εκ Γαλλίας «Rafale»; Γαλλικές φρεγάτες «Belh@rra», αμερικάνικες LCS, γερμανικές MEKO A200, αλλά πιθανόν και το ελληνικό «εθνικό» πλοίο Als κι ας βρίσκεται αυτό ακόμη στα χαρτιά.
Εκείνο που στοχευμένα αποκρύπτεται, είναι ότι με ευθύνη όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, στο βωμό των «συμμαχικών» κυρίως ΝΑΤΟϊκών απαιτήσεων, διαθέτουν ετησίως πάνω από 4 δισ. ευρώ. Το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 2% του ελληνικού ΑΕΠ, με τη διάθεσή του εμφανώς να μην αποσκοπεί στην προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά στην στήριξη των επιχειρησιακών σχεδίων του ΝΑΤΟ.
Συσκοτίζουν σκόπιμα το γεγονός ότι σύμφωνα με έκθεση του Σουηδικού ινστιτούτου SIPRI, η Ελλάδα βρίσκεται για το 2019, στην 33η θέση της παγκόσμιας κατάταξης προμήθειας εξοπλισμών, δαπανώντας 5,5 δισ. δολάρια με μείωση περίπου -0,4% από το 2018 και -20% κατά τη δεκαετία 2010-19. Άρα τα ίδια τα πραγματικά στοιχεία αποδομούν το ψευδεπίγραφο επιχείρημα της «εγκατάλειψης» των ΕΔ στη τύχη τους. Είναι φανερό ότι εξοπλισμοί γίνονται. Μόνο που κριτήριο της υλοποίησής τους, δεν είναι η άμυνα της χώρας, αλλά η περαιτέρω εμπλοκή της στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς.
Οι διαπρύσιοι θιασώτες της διασφάλισης της επιβίωσης του «ελληνισμού» μέσω των εξοπλισμών, αποσιωπούν μια παράμετρο που αναιρεί σε σημαντικό βαθμό τους όποιους εξοπλισμούς. Αυτή είναι η υπογραφή από την ΝΔ της κατάπτυστης «Στρατηγικής Συμφωνίας με τις ΗΠΑ», που μετέτρεψε την Ελλάδα σε αμερικανοΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο. Η συμφωνία αυτή, όχι μόνο δεν θωρακίζει την άμυνα της χώρας, αλλά αντίθετα την υπονομεύει. Μετατρέπει τη χώρα σε στόχο σε περίπτωση μιας πιο γενικευμένης ανάφλεξης, κάτι το οποίο δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οι δηλώσεις Ρώσων ή Ιρανών αξιωματούχων είναι απολύτως σαφείς, σε σχέση με αμερικανικούς στόχους που βρίσκονται και σε ελληνικό έδαφος.
Σε ό,τι αφορά τον νέο γύρο εξοπλισμών στον οποίο προσανατολίζεται η κυβέρνηση (σχετικές ανακοινώσεις θα κάνει ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη), εντούτοις γίνεται γνωστό, πως αυτοί θα κινούνται σε τρία επίπεδα. Συγκεκριμένα στα «αμιγώς εξοπλιστικά προγράμματα, στα οποία προφανώς έχουν προτεραιότητα οπλικά συστήματα, τα οποία είναι πιο άμεσα επιχειρησιακά έτοιμα», στην «ενίσχυση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων» και «της αμυντικής μας βιομηχανίας», η οποία όμως, εγχώρια κρατική αμυντική βιομηχανία εδώ και χρόνια υποβαθμίζεται σκόπιμα προς όφελος μεγάλων ελληνικών και ξένων επιχειρηματικών ομίλων. Όμως κύριο και κοινό υπόβαθρο αυτών των εν αναμονή εξαγγελιών είναι οι κονταρομαχίες ιμπεριαλιστικών κέντρων και επιχειρηματικών ομίλων, που αποσκοπούν στο να βάλουν στο χέρι υποδομές, καθώς και για να κλείσουν τις εξοπλιστικές συμφωνίες.
Γίνεται πλέον φανερό ότι η όποια νέα κούρσα στρατιωτικών εξοπλισμών, δεν είναι δυνατόν να υπηρετήσει την λαϊκή απαίτηση για υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, όσο αυτή βρίσκεται θανατερά δεμένη, με ευθύνη των διαδοχικών κυβερνήσεων, στη λυκοσυμμαχία του ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
(Ο Νίκος Παπαναστάσης είναι Βουλευτής του ΚΚΕ, Αντισυνταγματάρχης ε.α.)