Για μια ακόμη χρονιά, το Υπουργείο Υγείας και η φαρμακευτική βιομηχανία παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον και έντονο προβληματισμό τη συνεχή αύξηση του clawback. Η εικόνα είναι δύσκολο να αλλάξει και -όπως όλα δείχνουν- η φαρμακοβιομηχανία θα κληθεί και πάλι να πληρώσει δυσθεώρητες υποχρεωτικές επιστροφές και για το 2022. Επιστροφές, που στερούν από το σημαντικό αυτό πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας κάθε προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης και μεγαλύτερης συμβολής στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Παρά τις πρόσφατες κυβερνητικές υποσχέσεις για τη συγκράτηση του clawback του 2022, ο φαρμακευτικός κλάδος δεν έχει κανένα λόγο να παραμένει αισιόδοξος, καθώς συνεχίζει να πληρώνει ιδίοις πόροις -μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών- 1 στα 2 φάρμακα στο νοσοκομειακό περιβάλλον και 1 στα 3 φάρμακα στο εξωνοσοκομειακό περιβάλλον.
Η εξασφάλιση χρηματοδότησης μέρους του clawback από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με 50 εκατομμύρια Ευρώ για το 2022 εάν το ύψος του είναι ίδιο ή μεγαλύτερο με αυτό του 2020, δημιούργησε στο Υπουργείο έναν εξωγενή παράγοντα πίεσης να επιτευχθεί ο στόχος μείωσής του στα επίπεδα του 2020. Ωστόσο, παρά τη διαφαινόμενη θετική διάθεση του Υπουργείου να αντιμετωπίσει τις υπάρχουσες στρεβλώσεις, το πρόβλημα επιμένει και διογκώνεται.
Δυστυχώς, και παρά την προφανή εξάντληση των περιθωρίων του φαρμακευτικού κλάδου, βασικό πρόταγμα του Υπουργείου παραμένει η μείωση του κόστους μέσω των διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια, επιζητούμε τη μείωση της δαπάνης αναγκάζοντας και πάλι τη φαρμακοβιομηχανία «να βάλει πλάτη». Μάλιστα, αυτή τη φορά η διάθεση άσκησης ασφυκτικής πίεσης προς το φαρμακευτικό κλάδο πάει και ένα βήμα παραπέρα: εάν οι διαπραγματεύσεις δεν επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση δίνει στον αρμόδιο Υπουργό το δικαίωμα να προχωρήσει σε έκτακτη ανατιμολόγηση φαρμάκων σε χρόνο που ο ίδιος θα κρίνει, χωρίς τον κόφτη του 7% και με τιμές Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι βεβαίως προφανές πως η «απειλή» να «πατήσουμε» το κουμπί της ανατιμολόγησης εάν τα νούμερα «δεν βγαίνουν», δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ ενός επιτυχούς αποτελέσματος στις διαπραγματεύσεις. Με άλλα λόγια, φαίνεται σαν να προδικάζουμε την αποτυχία αυτών. Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι μια τέτοιου είδους ανατιμολόγηση ξεφεύγει από τα αυστηρά εθνικά σύνορα, καθώς η Ελλάδα ως χώρα αναφοράς θα επηρεάσει αρνητικά πλήθος άλλων χωρών. Επιπροσθέτως, η νέα αυτή συνθήκη καθιστά σχεδόν αδύνατο τον ήδη δύσκολο ετήσιο προγραμματισμό εκ μέρους των εταιριών και ανατρέπει τη δυνατότητα χάραξης ενός στρατηγικού πλάνου ανάπτυξης. Τέλος, σε περίπτωση επιπλέον ανατιμολόγησης κανείς αρμόδιος δεν φαίνεται να μπορεί να απαντήσει τι θα γίνει με τα συμβόλαια που ήδη υπάρχουν. Θα ακυρωθούν όλα και θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις πάλι από την αρχή;
Μέχρι τώρα η όποια προσπάθεια συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης γίνεται μόνο μέσω των διαπραγματεύσεων και η προοπτική της καθώς ακόμα και ψηφισμένα μέτρα που θα είχαν θετική επίπτωση στον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης παραμένουν ανεφάρμοστα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνεχής αναβολή ισχύος της συνταγογράφησης φαρμάκων και εξετάσεων για ανασφάλιστους πολίτες μόνον από τις δημόσιες δομές, η οποία από την αρχική πρόβλεψή για 1.2.2022 φαίνεται πως θα ισχύσει από 1η Μαΐου 2022– εάν δεν υπάρχει και νέα έκπληξη... Και είναι προφανές ότι ο αρχικός στόχος από το μέτρο αυτό για εξοικονόμηση 155 εκατομμυρίων Ευρώ είναι εντελώς στον «αέρα»… Αντίστοιχα, ακόμα συζητιέται η μεταφορά φαρμάκων χαμηλού κόστους από τη θετική στην αρνητική λίστα, μέτρο που φαίνεται ότι θα πάει για μετά το Πάσχα, ενώ στα «χαρτιά» παραμένει και η μείωση της σχετικής δαπάνης από τις συνταγογραφημένες βιταμίνες από τα 120 εκατ. Ευρώ το 2021 στα 30 εκατ. Ευρώ το 2022.
Πως λοιπόν να υπάρξει συγκράτηση της δαπάνης, αφού μέτρα που θα επέφεραν σημαντική εξοικονόμηση πόρων δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα; Μήπως τελικά έχει ήδη επιλεχθεί ο «δρόμος» της ανατιμολόγησης και απλά κανείς δεν το έχει παραδεχτεί ακόμα επίσημα;