Κατ΄αρχήν, ως σκοπιά της Αριστεράς αντιλαμβάνομαι, σε μια ιδιαίτερα ευρεία τελεολογική προσέγγιση, τη σκοπιά της προοδευτικής διακυβέρνησης που εμπνέεται από τη συνδυαστική επιδίωξη πολιτικής, ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Πιο συγκεκριμένα, ως Αριστερά, προσλαμβάνω εκείνη την πολιτική δύναμη που θα είναι σε θέση να οργανώσει τις αναγκαίες άμυνες των πολιτών για την προαγωγή των ελευθεριών στο σημερινό δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον, πρωτοστατώντας στη διαμόρφωση εθνικών και υπερεθνικών θεσμών και πολιτικών, ικανών να μετατρέψουν την ολιγαρχική και ισοπεδωτική «παγκοσμιοποίηση» σε μια δίκαιη, δημοκρατική και πολύχρωμη οικουμενικότητα.
Ποια όμως είναι η παράδοση της Αριστεράς που δικαιολογεί μια τέτοια προσδοκία και ποιες εκδοχές της μπορούν να συσχετιστούν με το ΕΚ;
Η ομιλία μου επικεντρώνεται στην πρώτη, ιστορικά και πολιτικά, μορφή πολιτικής Αριστεράς, τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία, ως συνάντηση των δύο ιστορικών ρευμάτων –του δημοκρατικού και του σοσιαλιστικού– συνδέθηκε με το κίνημα του προοδευτικού μεταρρυθμισμού που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Η ανίχνευση της σχέσης αυτής της Αριστεράς με το ΕΚ, προϋποθέτει τη συνοπτική παρουσίαση των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων για το ρόλο του Κράτους, καθώς και μια διάγνωση ως προς τα όρια μιας σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας για την οργάνωση του Κράτους στη σημερινή συγκυρία της κρίσης.
1. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ο κλασικός μαρξισμός υιοθετούσε την αιτιοκρατική κοσμοθεώρηση του «ιστορικού υλισμού», όπου η ταξική πάλη αναγορεύεται σε απόλυτο νόμο των κοινωνιών. Οι μαρξιστικές πολιτικές δυνάμεις ανέμεναν έτσι την αναπόφευκτη καταστροφή του καπιταλισμού και τη βέβαιη έλευση του σοσιαλισμού, υποτιμώντας την αξία της πολιτικής πρωτοβουλίας και παρέμβασης. Κριτική στον ορθόδοξο μαρξισμό έκανε συστηματικά ο θεωρητικός του δημοκρατικού σοσιαλισμού Έντουαρντ Μπερνστάιν, αλλά και ο Λένιν, που αναβάθμισε τον καθοδηγητικό ρόλο του επαναστατικού κόμματος ενάντια στην άποψη που υποτιμούσε τον αγώνα για την κοινοβουλευτική δημοκρατία και τη διεύρυνσή της. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν στη Γερμανία, και ο Ζαν Ζωρές στη Γαλλία, συνέβαλαν στην οικοδόμηση μιας πλουραλιστικής σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης που κατοχύρωνε το πρωτείο της πολιτικής και της δημοκρατίας έναντι της οικονομίας. Οι σοσιαλδημοκράτες επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν το κράτος σαν δημοκρατικό μοχλό καταπολέμησης των ανισοτήτων, διασφαλίζοντας κοινωνικές παροχές και θέτοντας όρια στις ανεξέλεγκτες αγορές, ενώ αντιλαμβάνονταν τη διεύρυνση των δικαιωμάτων σαν ένα αναγκαίο βήμα προς το δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Η σοσιαλδημοκρατία, αναθεωρώντας τον μαρξισμό, μετατράπηκε στην πιο επιτυχημένη ιδεολογία στη μεταπολεμική Ευρώπη του 20ού αιώνα, υλο¬ποιώντας ένα με¬γά¬λο μέ¬ρος του ιστο¬ρι¬κού της προ¬γράμ¬μα¬τος υπό τη μορ¬φή του κρά¬τους πρό¬νοιας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η δημιουργική και εφευρετική σουηδική σοσιαλδημοκρατία της μεταπολεμικής εποχής, με κεντρικά σημεία αναφοράς της τον κεϋνσιανισμό, την αλματώδη ανάπτυξη, τον κοινωνικό έλεγχο των αγορών και την αναδιανομή πόρων και αγαθών ως αντίδοτο στην οικονομική κρίση.
Η περίοδος των δεκαετιών 1950 και 1960,συπίπτει με τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας, στις δεκαετίες 1970 και ’80 εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα αστάθειας, ενώ στην τρίτη φάση της εικοσαετίας 1990 – 2010,η πτωτική δυναμική επιταχύνεται. Η σοσιαλδημοκρατία χάνει τότε τη μάχη των ιδεών, καθώς προσχωρεί, με το προγραμματικό κύμα του «Τρίτου Δρόμου», στις ιδέες του αντιπάλου της, του νεοφιλελευθερισμού, μιας ακραίας και επιθετικής εκδοχής οικονομικού φιλελευθερισμού που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην γκρίζα ζώνη της διεθνοποιημένης και ενοποιημένης αγοράς, επιβάλλοντας τη δική της θεώρηση των σχέσεων οικονομίας - πολιτικής.
Η ευκαιρία που προσέφερε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ως κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, χάνεται, όμως, για τους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι, αφού πρώτα υπέκυψαν στη γοητεία της παγκοσμιοποίησης, μετά την κατάρρευση της ιδέας της αυτορρύθμισης των αγορών που συμπαρέσυρε τη σύλληψη του «Τρίτου Δρόμου», επέστρεψαν άρον άρον στη λογική του εθνικού συμφέροντος, δείχνοντας προγραμματικό και πολιτικό κενό. Διχασμένη ανάμεσα στις πολιτικές λιτότητας και το ρητορικό ευρω-κευνσιανισμό, η σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα υπέστη μια αποδόμηση σε 3 επίπεδα: της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, της προώθησης μεγάλων αλλαγών και της προγραμματικής καινοτομίας. Οι προβληματικές πτυχές, ωστόσο, του κυρίαρχου μοντέλου, και ιδίως η φενάκη της αυτορρυθμιζόμενης οικονομίας, που δεν αναδείχθηκαν επαρκώς από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, συνεχίζουν να τροφοδοτούν την προσδοκία ότι μια Νέα Αριστερά, εφόσον συγκροτηθεί ως αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική δύναμη, είναι σε θέση να το αμφισβητήσει δομικά με συγκεκριμένες εφικτές αλλαγές, αναδιατάξεις και μεταρρυθμίσεις, που θα εγγυώνται μια νέα ισορροπία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε γενικά για μεταρρύθμιση αν δεν ξέρουμε τι θέλουμε να αλλάξουμε και για ποιον θα το αλλάξουμε. Το κράτος δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε άχρωμος μηχανισμός, αλλά η πολιτική αποτύπωση συγκεκριμένων κοινωνικών συσχετισμών, με συγκεκριμένη παράδοση και ιστορικότητα. Μια από τις μεγαλύτερες αριστερές αυταπάτες είναι η ιδέα ότι ένα ευρωπαϊκό εθνικό κράτος μόνο του θα μπορούσε να ακολουθήσει ουσιωδώς διαφορετικές πολιτικές, αγνοώντας την ισχύ των διεθνών αγορών και τις δεσμεύσεις του ενιαίου ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Αν, λοιπόν, το δίπολο παγκοσμιοποίηση/ΕΕ έβλαψε κυρίως την Αριστερά, είναι επειδή η Αριστερά πάντα χρησιμοποιούσε το κράτος ως εργαλείο για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών της. Το κράτος ήταν συγχρόνως παράγοντας υλοποίησης των προγραμμάτων της, αλλά και της προγραμματικής της ταυτότητας, υπό την έννοια ότι το κράτος δημιουργούσε «γεγονότα» και καθοδηγούσε την κοινωνική δυναμική (πχ το New Deal). Η αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, συνεπώς, αφαιρεί από την Αριστερά ένα κεντρικό εργαλείο και για την άσκηση και την ανανέωση των πολιτικών της. Παράλληλα, η σοσιαλδημοκρατία φαντάζει παρωχημένη, καθώς γεννήθηκε στο απόγειο της Βιομηχανικής Επανάστασης και του εθνικού κράτους μαζί με την ιδέα πως η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας μπορούσε να επιφέρει και μια ριζική αλλαγή του κόσμου, ιδέα που κατέρρευσε το 1989 μαζί με το σιδηρούν παραπέτασμα. Σε συνθήκες ήττας των ιδεών της Αριστεράς, η ΕΕ εξελίσσεται σταδιακά σε παγκόσμιο κέντρο του οικονομικού συντηρητισμού, που απορρίπτει κάθε ριζοσπαστική οικονομική ιδέα, παράγει δηµοκρατικά ελλείµματα, ενώ ο πολύπλοκος και πολυκεντρικός χαρακτήρας της εμποδίζει τη γρήγορη λήψη ή την αλλαγή των αποφάσεων. Τίθεται, έτσι, ένα πρόβλημα ταυτότητας για την αριστερά που πασχίζει να διατηρήσει την ευρωπαϊκή της επιλογή, παγιδευμένη σε ένα σύστημα που εμποδίζει κάθε σχέδιο σοβαρού μετασχηματισμού των θεσμών και της οικονομίας. Πολλοί Σοσιαλδημοκράτες έχουν πλήρως αντιληφθεί σήμερα ότι η υπέρβαση των θεσμικών και οικονομικών καταναγκασμών απαιτεί πλέον ισχυρό πολιτικό βολονταρισμό. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου βολονταρισμού, πρέπει να επιχειρηθεί και η ανάκτηση της περιλάλητης "αυτονομίας της πολιτικής" με άξονα το εθνικό κράτος, το οποίο οφείλει να αναδιατάξει τις δυνάμεις του και να αναδιοργανωθεί πλήρως, ώστε να ανταποκριθεί στο ρόλο ενός αποτελεσματικού κράτους-στρατηγείου, με ισχυρή αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση και αναβάθμιση των ρυθμιστικών και ελεγκτικών λειτουργιών του.
2. ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ο στόχος αυτός συνδέεται με το ΕΚ. Από ιστορική σκοπιά, το πρώιμο «Επιτελικό Κράτος» είναι συνυφασμένο με τον παρεμβατισμό του μεταπολεμικού κεϋνσιανού μοντέλου και το ιεραρχικό πρότυπο του ηπειρωτικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος. Τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά Συντάγματα αποτυπώνουν μια στοιχειώδη ισορροπία μεταξύ αγοράς και πολιτικής, που εκφράζεται στην κατοχύρωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, ενώ η έξαρση των επιτελικών λειτουργιών συνδέεται με την εξάπλωση του κρατικού παρεμβατισμού, υπό την έννοια του συντονισμού και του ελέγχου των οικονομικών δραστηριοτήτων και της καθοδήγησης των δυνάμεων της αγοράς με την υποστήριξη τω μηχανισμών μιας ιεραρχικά δομημένης Κεντρικής Διοίκησης.
Στη δεκαετία του 1990, ωστόσο, διαπιστώνεται μια διπλή τομή στη λειτουργία του Κράτους: Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση επιφέρει την αποδυνάμωση της ρυθμιστικής ικανότηταςτου Κράτους και αμφισβητεί το πρωτείο του στην κοινωνικο-οικονομική ζωή. Δεύτερον, το Κράτος αναλαμβάνει πλέον να καθοδηγήσει τη μεταρρύθμισή του, προκειμένου να εξασφαλίσει την υλοποίηση των πολιτικών του. Το «Επιτελικό Κράτος» προβάλλει ως η οργανωτική προσαρμογή του «Κράτους Πρόνοιας» στο νέο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της κρίσης του κρατικού παρεμβατισμού. Την ίδια περίοδο κυριαρχούν οι προσεγγίσεις του New Public Management που προτάσσουν την εισαγωγή της εμπορικής σκέψης και τον «πελατοκεντρικό» προσανατολισμό της Διοίκησης. Στο νέο αυτό πλαίσιο, όλοι αποδέχονται ότι η ενίσχυση της στρατηγικής ικανότητας του Κράτους επιτυγχάνεται με τη διάκριση ανάμεσα στις «επιτελικές-στρατηγικές» και τις «εκτελεστικές-επιχειρησιακές» αρμοδιότητες, οι οποίες εκχωρούνται σε αποκεντρωμένες δομές, πρακτική που αποτελούσε ήδη εδραιωμένη πρακτική στη Σουηδία (όπου συνδυάζεται η κρατοκεντρική με τη συμμετοχική παράδοση), από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Τα αποτελέσματα αυτής της θεσμικής αρχιτεκτονικής, παραμένουν, ωστόσο, αμφιλεγόμενα. Η ιδέα ενός «Κράτους σε απόσταση» δέχεται ισχυρή κριτική, κυρίως από αριστερή και σοσιαλδημοκρατική σκοπιά, καθώς το Κράτος που «αποσύρεται» σε ένα ρόλο στρατηγικής θέασης ταυτίζεται σε κάποιες προσεγγίσεις με την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία, διαχωρίζοντας τη «σύλληψη» από την «εφαρμογή» των πολιτικών, αφήνει εκτεθειμένες τις δημόσιες πολιτικές στα ιδιωτικά συμφέροντα, που επιτυγχάνουν τελικά να «αποικιοποιήσουν» το όλο διοικητικό σύστημα Οι εννοιολογήσεις του ΕΚ αλλάζουν σημαντικά μόνο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς γίνεται ευρέως αντιληπτός ο χαμηλός βαθμός προετοιμασίας των κρατικών και ενωσιακών μηχανισμών, εξαιτίας της μακρόχρονης απεμπόλησης του σχεδιαστικού ρόλου της δημόσιας εξουσίας. Η συνειδητοποίηση της «αυταπάτης» ότι θα ήταν δυνατό «να ελαττώσει κανείς τις διαστάσεις του Κράτους» επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τη «διοικητική μεταρρύθμιση», η οποία όχι μόνο δεν διακηρύσσει την «απόσυρση» του Κράτους αλλά, αντιθέτως, προβάλλει την ενίσχυση του επιτελικού ρόλου του, επαναφέροντας το αίτημα για «επιστροφή της πολιτικής», δηλαδή των λειτουργιών πολιτικής καθοδήγησης της μεταρρύθμισης.
Όλες οι εκδοχές του «ύστερου» Επιτελικού Κράτους προϋποθέτουν μια τριπλή αναοριοθέτηση (οργανωτική, λειτουργική, χωρική) της αποστολής ενός Κράτους, για την οποία προκαταρκτικά διευκρινίζω ότι μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας προοδευτικής διακυβέρνησης.Η πρώτη αφορά τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ επιτελικών και εκτελεστικών λειτουργιών, η δεύτερη την πρακτική της λειτουργικής κατάτμησης και αποκέντρωσης της διοικητικής δράσης και η τρίτη την αρχή της «συμμετοχικής» και πολυεπίπεδης «διακυβέρνησης».
Από τις ποικίλες εκδοχές του νέου «Επιτελικού Κράτους», εκείνη που συνάδει περισσότερο με τη σκοπιά της προοδευτικής διακυβέρνησης είναι αυτή που συνδέει την επιτελική δραστηριότητα με την οργάνωση, σε μακροπρόθεσμη βάση, της «εταιρικής σχέσης» μεταξύ Κεντρικής Κυβέρνησης, αποκεντρωμένων φορέων και κοινωνίας. Αυτό το νέο διοικητικό παράδειγμα προτείνει την πλήρη αναπροσαρμογή της διοικητικής πυραμίδας μέσω της λειτουργικής αυτονόμησης των δημοσίων υπηρεσιών κατά το πρότυπο του «σουηδικού μοντέλου» των «εκτελεστικών φορέων», που αναλαμβάνουν την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών, λογοδοτώντας για τις επιδόσεις τους έναντι των Υπουργείων και των κοινωνικών φορέων. Αυτή η ενορχήστρωση της εταιρικής σχέσης μπορεί να νοηθεί με δύο τρόπους: είτε α) αποκλειστικά με τη διευκόλυνση των οικονομικών δρώντων να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες της αγοράς (ΝΡΜ)είτε β)με την προώθηση της συμμετοχικής διοίκησης, την αναβάθμιση του ρόλου της Αυτοδιοίκησης και τις οριζόντιες μορφές συνεργασίας και διαπραγμάτευσης μεταξύ Διοίκησης και κοινωνικών εταίρων για τον καθορισμό κοινών στόχων δημόσιας πολιτικής. Η «διαβουλευτική διοίκηση» αποκτά προβάδισμα έναντι του ΝΡΜ, ενώ στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο αντιπαρατάσσεται το μοντέλο της «διαδικαστικής δημοκρατίας» του Habermas, που συνδυάζει τις αρετές του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού με τη δυναμική της κοινωνικής οικονομίας και τις δημιουργικές συμπράξεις του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό το εναλλακτικό «Επιτελικό Κράτος» που οργανώνει την εταιρική σχέση Δημοσίου, Αγοράς, και Κοινωνίας των Πολιτών, διευρύνοντας συνεχώς τη δημοκρατική ταυτότητα της Δημόσιας Διοίκησης, εντάσσεται αρμονικά στο αξιακό οπλοστάσιο της Νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς που επενδύει συστηματικά στη συμμετοχική βιόσφαιρα των κινημάτων και των ποικίλων πρωτοβουλιών ενός διευρυμένου δημόσιου χώρου, όπου σφυρηλατείται ο κοινωνικός δεσμός, ως αδιάσπαστη ενότητα ελευθερίας, συμμετοχής και αλληλεγγύης, Οι μορφές αυτές συνεργατικής διαμόρφωσης των πολιτικών συνδέονται στενά και με την ιδέα της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης», στην οποία Κράτος διατηρεί την ικανότητά του να καθοδηγεί τις πολιτικές, ενορχηστρώνοντας τη συνεργασία μεταξύ των πολλαπλών επιπέδων και τη σύνθεση των διαφορετικών επιλογών, ώστε να εφαρμόζονται μακροπρόθεσμες στρατηγικές δημοσίου συμφέροντος. Αξίζει να αναφερθούν οι ιδιαίτερα πρωτοποριακές αναπτύξεις της ΚΕΔΕ για τον προγραμματισμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, τα οποία συλλειτουργούν αρμονικά σε ένα ενιαίο αλλά πολύ-επίπεδοσύστημα ισότιμων εταίρων.
Το αξιακό και ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της συμμετοχικής εκδοχής της επιτελικότητας, ανάγεται σε μια ανανεωμένη νοηματοδότηση για τη συλλογική ευημερία και τη δημόσια αναδιανομή, όπου η ισονομία και ισοπολιτεία εννούνται ως ισόρροπη ικανότητα επιρροής όλων των κοινωνικών υποομάδων στη λήψη των αποφάσεων, ενώ και η ισηγορία συνδέεται με μηχανισμούς ανοικτής διαβούλευσης και ισότιμης έκφρασης των διαφορετικών απόψεων στη διαμόρφωση των δημόσιων επιλογών. Η δημόσια εξουσία επιβάλλεται να διασφαλίζει διευρυμένη κοινωνική συμμετοχή με τη μορφή τόσο των θεσμικών εγγυήσεων σε τοπικό και θεματικό επίπεδο (όργανα και διαδικασίες) όσο και των ουσιαστικών προϋποθέσεων της ισοπολιτείας, με πολυδιάστατη εκπαίδευση, ουσιαστική ενημέρωση, εξοικείωση με τον ψηφιακό κόσμο και διαφάνεια των διαδικασιών λήψης των πολιτικο-διοικητικών αποφάσεων.
3. ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Η αναγκαία προσαρμογή του Κράτους στα δεδομένα της πανδημίας τοποθετεί σε νέες βάσεις την προβληματική για το Επιτελικό Κράτος, με κεντρικό άξονα την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της υγειονομικής κρίσης. Η διαχείριση της πανδημίας έφερε στο προσκήνιο ένα νέο δημόσιο αφήγημα για το σύγχρονο ρόλο του Κράτους, που απαντά στη λεγόμενη «εποχή της διακινδύνευσης». Η ουσιώδης αλλαγή είναι ότι ο πολλαπλασιασμός των «ασύμμετρων απειλών» έχει μετατοπίσει δομικά το ρόλο του Κράτους και έχει δώσει νέο νόημα στις έννοιες της δημόσιας ασφάλειας ή της κρατικής προστασίας εν όψει της πρόληψης και της διαχείρισης των νέων κινδύνων. Αυτή η νέα ιεράρχηση επηρεάζει μοιραία και την εσωτερική οργάνωση του Κράτους, η οποία οφείλει πλέον να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές της αρχής της «προφύλαξης» και της «προληπτικής ασφάλειας».
Είναι γεγονός ότι η ιδέα της επιστροφής του κρατικού παρεμβατισμού έχει αποκτήσει μεγάλη δημοφιλία στο περιβάλλον της πανδημίας, που εκλαμβάνεται ως στροφή στην κεϋνσιανή αντίληψη για το ρόλο του Κράτους. Αρκετοί ανακαλούν στη μνήμη τους το περίφημο Γραφείο Οικονομικού Σχεδιασμού (CommissariatduPlan), που ίδρυσε το 1946 ο Ντε Γκωλ, με πρώτο επικεφαλής τον Ζαν Μονέ, ενώ το «Πλάνο», ως συμβολική αναφορά στρατηγικού σχεδιασμού, δείχνει να ανακτά την αίγλη του. Πλέον, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο τα «επιτελικά πλάνα» να διαδραματίζουν στην επερχόμενη δεκαετία κεντρικό ρόλο για τη μετάβαση στην οικονομία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Τα γενναία μέτρα κρατικού παρεμβατισμού, με την ενθάρρυνση της ΕΕ, φανερώνουν μια απομάκρυνση από το μοντέλο νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, που δεν προδικάζει όμως κάποια μόνιμη τάση, καθώς το «εκκρεμές» της ελεύθερης οικονομίας εκτελεί μια διαρκή κίνηση μεταξύ της ενδυνάμωσης παρεμβατικών εθνικών πολιτικών μετά από κρίσεις και της αποδυνάμωσής τους στην περίοδο της ομαλοποίησης.
Ούτε το μείγμα του νέου παρεμβατισμού μπορούμε να προδικάσουμε. Το μόνο που γνωρίζουμε με ασφάλεια είναι ότι η διορθωτική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης θα επιχειρήσει να θέσει υπό έλεγχο τις νέες παγκόσμιες εστίες διακινδύνευσης, όπως και με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Στο νέο πλαίσιο, αναμένεται να αναδιατυπωθεί και η οργανωτική ταυτότητα του σύγχρονου Κράτους. Το «Επιτελικό Κράτος» δεν θα είναι πια το «Ελάχιστο Κράτος» της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, αλλά το Κράτος που αναπτύσσει στο έπακρο την ικανότητα της στρατηγικής πρόβλεψης των κινδύνων ή της προγραμματικής θεμελίωσης των πολιτικών του. Σε μια προοδευτική διακυβέρνηση, ένα Κράτος είναι «Επιτελικό» επειδή επικεντρώνεται στις βασικές λειτουργίες της προληπτικής οργάνωσης της αβεβαιότητας και της συντονισμένης διαχείρισης όλων των διαθέσιμων πόρων απέναντι σε κάθε λογής κρίσεις ή απειλές. Είναι «Επιτελικό» επειδή γνωρίζει να αναθέτει ρόλους και να κατανέμει πόρους με πολλαπλές συνέργειες και δικτυώσεις μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης. Αυτό το Κράτος διατηρεί την παράδοση του κεντρικού σχεδιασμού του κεϋνσιανού μεταπολεμικού μοντέλου, χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτήν. Είναι το «έξυπνο Κράτος» που επινοεί διαρκώς νέα εργαλεία και πολιτικές για να ενισχύσει τις άμυνές του στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, συνδυάζοντας την πολιτική αυτονομία με τη συνολική «ανθεκτικότητα» της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος έναντι των κρίσεων. Η έννοια της ασφάλειας αναδιατυπώνεται, έτσι, σε ένα μοντέλο κρατικής παρέμβασης που επιχειρεί να θωρακίσει προληπτικά την κοινωνία με καινοτομίες και αναδιανεμητικές δράσεις αναλογικής κατανομής των βαρών και δίκαιης ενίσχυσης των αδύναμων, αφού οι ανισότητες εκλαμβάνονται σαν διαρκείς εστίες ανισορροπίας που πρέπει να περιορίζονται συστηματικά για να μην υπονομεύουν τη συνολική ανθεκτικότητα του συστήματος.
Μια σημαντική συνέπεια της πανδημίας, που μπορεί να ενταχθεί σε μια προοδευτική θέαση της επιτελικότητας, αφορά την πρόοδο στις αντιλήψεις σχετικά με τον τρόπο προγραμματισμού και τεκμηρίωσης των πολιτικών, με γνώμονα τα πορίσματα της επιστήμης και την ανάλυση στατιστικών και εμπειρικών δεδομένων. Η προοδευτική σκοπιά μας υπενθυμίζει εδώ ότι «εμπεριστατωμένη επιτελική διακυβέρνηση» δεν νοείται χωρίς ουσιαστικές «διαδικασίες ανατροφοδότησης των μέτρων πολιτικής», που δεν θα αρκούνται στο στενό κύκλο των κάθε λογής «ειδικών» και «αξιωματούχων» αλλά θα εκτείνονται στα «δίκτυα διαμόρφωσης πολιτικής» στην κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς. Το πρόταγμα της «συμμετοχικής διοίκησης» αποκτά, έτσι, νέα σημασία για την οργάνωση της συνολικής ανθεκτικότητας της κοινωνίας μας. Είναι το πρόταγμα ενός Κράτους που δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαχειριστή ενός υπερβατικού «δημοσίου συμφέροντος», αλλά ως συντονιστή «δικτύων κοινωνικών εταίρων», όπου κυριαρχούν οι δράσεις σύνθεσης, εξισορρόπησης και προστασίας. Που προωθεί γενναίες επενδύσεις στο λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο», επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό του, μέσω της διάχυσης δικαιωμάτων και ευθυνών σε όλα τα επίπεδα δράσης του και ενορχηστρώνει τις διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης, εγγυώμενο την πρόσβαση όλων των κοινωνικών υπο-ομάδων σε ζωτικές υπηρεσίες και δημόσια αγαθά.
(Ο Απόστολος Παπατόλιας είναι Σύμβουλος ΑΣΕΠ, πρώην Νομάρχης- Το άρθρο αποτελεί την ομιλία του στην εκδήλωση του iEidiseis για το επιτελικό κράτος, με αφορμή το βιβλίο του “Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους”)