Μπορεί να τερματισθεί η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία χωρίς να έχει διαμορφωθεί ένας συνολικός συμβιβασμός Δύσης-Ρωσίας για την ασφάλεια της Ευρώπης;
Λίγο πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το Κρεμλίνο είχε ανοίξει τα χαρτιά του καθιστώντας σαφές ότι αμφισβητεί συνολικά την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς από το 1997 και μετά.
Έτσι εύλογα τίθεται το ερώτημα αν τα όποια κέρδη της Μόσχας στην Ουκρανία θα μπορούν να αντισταθμίσουν πρώτον την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ένταξη της Φιλανδίας και της Σουηδίας και δεύτερον την στρατιωτικοποίηση των συνόρων της πρώην ΕΣΣΔ με την Ανατολική Ευρώπη που θα ξαναστήνουν το σκηνικό που υπήρχε στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στα σύνορα των δύο Γερμανικών Κρατών.
Είναι φανερό ότι ανάμεσα στην αντιπαράθεση Δύσης –Ρωσίας για το καθεστώς ασφαλείας της Ανατολικής Ευρώπης και την πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία υπάρχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων.
Και όχι μόνον καθώς δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί συμβιβαστική λύση τόσο για την Ουκρανία, όσο και για το καθεστώς ασφαλείας της Ανατολικής Ευρώπης και να μην έχει λάβει το Κρεμλίνο σαφείς δεσμεύσεις για άρση των κυρώσεων.
Επί του παρόντος και για το ορατό μέλλον δεν υπάρχει προοπτική συνολικού συμβιβασμού αλλά προοπτική διεύρυνσης της σύγκρουσης.
Η Μόσχα δεν πρόκειται να παρακολουθήσει ως θεατής ούτε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Βόρεια Ευρώπη ούτε την ανάπτυξη μιας νατοϊκής πανστρατιάς συμβατικών και πυρηνικών δυνάμεων από τις Βαλτικές και την Πολωνία μέχρι και την Μολδαβία.
Πρώτον, θα επιδιώξει με τον ένα η τον άλλο τρόπο τον πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας ώστε να μπορεί να παρατάξει απέναντι στην Νατοϊκή Πανστρατιά τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις.
Δεύτερον, θα προσπαθήσει με κάθε δυνατό μέσο να διασφαλίσει ότι η εκτός ΝΑΤΟ Μολδαβία δεν θα αποτελέσει Ντε Φάκτο ένα προωθημένο φυλάκιο της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Τρίτον, θα θέσει θέμα ισότιμης μεταχείρισης των ρωσικών μειονοτήτων στην Λετονία και την Εσθονία που παρ ότι είναι συρρικνωμένες σε σχέση με το 1991 αγγίζουν το 20% του συνολικού πληθυσμού των δύο αυτών χωρών.
Τέταρτον, θα δραστηριοποιηθεί στα Δυτικά Βαλκάνια και πιο συγκεκριμένα στην Σερβία, αλλά και στην Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Με τα παραπάνω δεδομένα είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Δύση είναι εγκλωβισμένες στην λογική και στην δυναμική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας:
- Η Δύση εγκαινίασε το 1997 την διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς στο όνομα της ανύπαρκτης τότε ρωσικής απειλής στην ασφάλεια της Ανατολικής Ευρώπης την εμφάνιση της οποίας αντί να αποτρέψει επιτάχυνε.
- Η Ρωσία αρχής γενομένης από την εισβολή της στην Γεωργία το καλοκαίρι του 2008 άρχισε να αντιδρά δυναμικά καθώς έβλεπε στην ένταξη πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ μια στρατηγική των ΗΠΑ για περικύκλωση και απομόνωση της.
Έτσι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ προσέλαβαν ως αναθεωρητικό επεκτατικό ρεβανσισμό την ολοένα και πιο απειλητική εναντίωση της Ρωσίας σε μια πολιτική που θεωρούσε ότι απέβλεπε στην περικύκλωση της.
Το αισιόδοξο σενάριο τερματισμού του πολέμου πριν την παρέλαση της Νίκης στις 9 Μαΐου ή έστω πριν από το καλοκαίρι δεν υποστηρίζεται από τις κινήσεις τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας που δείχνουν σύγκρουση μακράς διαρκείας.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)