Το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών έδωσε πολλά μαθήματα τόσο για την ίδια τη χώρα, όσο και για την Ευρώπη. Η νίκη του Μακρόν είναι ιστορική καθώς γίνεται ο πρώτος πολιτικός ηγέτης που επανεκλέγεται στην προεδρία της Γαλλίας έπειτα από το 2002 και τον Ζακ Σιράκ. Και τότε και τώρα, αντίπαλος ήταν η ακροδεξιά: Το 2002 ο πατέρας της Μαρίν Λεπέν, σήμερα η ίδια η Μαρίν Λεπέν.
Ο Μακρόν επικράτησε θέτοντας για ακόμη μια φορά το δίλημμα για το που οδεύει η Γαλλία. Θα παρέμενε σε δημοκρατικό μονοπάτι ή θα διολίσθαινε προς την ακροδεξιά; Ο Γάλλος πρόεδρος επικράτησε στα αστικά κέντρα, στους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους, αλλά και στο σύνολο των δημοκρατικών δυνάμεων, οι ψηφοφόροι των οποίων σε μεγάλο βαθμό έσπευσαν να τον στηρίξουν στο δεύτερο γύρο.
Οι Γάλλοι πολίτες κινητοποιήθηκαν για ακόμη μια φορά εναντίον της ακροδεξιάς, ωστόσο στη χώρα εδώ και πολλά χρόνια έχει παγιωθεί ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό δίπολο: Από τη μία πλευρά τα πολιτικά κόμματα από την κεντροδεξιά/δεξιά μέχρι την αριστερά και από την άλλη η ακροδεξιά.
Η ακροδεξιά βγήκε από αυτές τις εκλογές πιο ισχυρή από ποτέ, συγκεντρώνοντας 41%. Σε αυτό το ποσοστό δεν ανήκουν μόνο σκληροί ομοϊδεάτες της Λεπέν και του Πούτιν, αλλά και ψηφοφόροι που συνθέτουν ένα ανομοιογενές σύνολο:
Από το αντιεμβολιστικό κίνημα μέχρι τμήματα των «Κίτρινων Γιλέκων», από αντιευρωπαϊστές μέχρι ευάλωτες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, από ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας που βρίσκεται στο περιθώριο λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών Μακρόν μέχρι απογοητευμένους από τα άλλοτε παραδοσιακά κόμματα πολίτες.
Το ποσοστό της Λεπέν είναι εφιαλτικό, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι το 41% του εκλογικού σώματος τοποθετείται ιδεολογικά στην ακροδεξιά. Το ποσοστό αυτό υποκρύπτει σε μεγάλο βαθμό θυμό, υπενθυμίζει στους Ευρωπαίους πολίτες ότι κάτι δεν πάει καλά με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, την παιδεία, την οικονομία και την κοινωνική ανάπτυξη και επιβεβαιώνει ότι στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον ο λαϊκίστικος ακροδεξιός λόγος έχει αποκτήσει τεράστια διεισδυτικότητα.
Ο λόγος της Λεπέν έχει κοινές αναφορές με το λόγο του Τραμπ, αλλά και με τους πολιτικούς που στήριξαν το Brexit, όπως ο Φάρατζ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
Έχει, όμως, και προτάσεις που εντοπίζονται σε προγράμματα δεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων, όπως για παράδειγμα ο περιορισμός και έλεγχος της μετανάστευσης ή η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας μέσα από προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.
Ο λόγος της Λεπέν διεισδύει επίσης και σε προοδευτικά και αριστερά ακροατήρια όταν μιλά για ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών, φιλοπεριβαλλοντική πολιτική και βιώσιμη ανάπτυξη. Η επικοινωνιακή της στρατηγική, δηλαδή, αποδεικνύεται τόσο αποτελεσματική, όσο και επικίνδυνη καθώς έχει καθαρά καιροσκοπικό χαρακτήρα, αποδεικνύοντας ότι ένα μεγάλο μέρος της στήριξης που λαμβάνει δεν είναι από πολίτες που παραδοσιακά τοποθετούνται στην ακροδεξιά.
Τα μηνύματα των γαλλικών εκλογών αφορούν και την Ευρώπη συνολικά, καθώς τα διακυβεύματα των Γάλλων πολιτών αποτελούν διακυβεύματα και των Ευρωπαίων πολιτών συνολικά.
Οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία τον Ιούνιο αναμένεται να διαμορφώσουν μια ακόμη πιο σύνθετη πολιτικά εικόνα και να πιέσουν την Ευρώπη προς μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση: Είτε θα προωθηθούν προοδευτικές πολιτικές που στέκονται απέναντι στην ακροδεξιά και τον νεοφιλελευθερισμό, είτε η Ευρώπη θα οδηγηθεί ακόμη πιο (ακρο)δεξιά σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στα κράτη-μέλη.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)