Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ως εξωγενείς διαταραχές της διεθνούς οικονομίας, ανέδειξαν την αδυναμία των αγορών στον μετριασμό των κινδύνων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των εθνικών οικονομιών. Σήμερα ενώ ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε, παραμένει το κυρίαρχο δόγμα διαχείρισης της οικονομίας.
Παρότι σωρευτικά διεθνή γεγονότα, όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα τελευταία 15 χρόνια προειδοποιούν για την αποτυχία των νεοφιλελεύθερων επιλογών σε απρόβλεπτες διαταραχές της παγκόσμιας οικονομίας, ο νεοφιλελευθερισμός παραμένει το ευαγγέλιο άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Η κρίση της πανδημίας ανέδειξε την έλλειψη ανθεκτικότητας της παγκόσμιας οικονομίας, ενισχύοντας την οικονομική αστάθεια, σε συνέχεια της κρίσης του 2009. Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σε εξέλιξη, η αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, έχει σοβαρές επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες και ιδίως σε όσες τα χρέη εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Ευρώπη αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη, καθώς είναι αδύνατη βραχυχρόνια η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Το αποτέλεσμα θα είναι υψηλό κόστος στις αδύναμες οικονομικά κοινωνικές κατηγορίες, οι οποίες πλήττονται ανισομερώς από την αύξηση των τιμών ενέργειας. Πληθωρισμός 9% στη χώρα συνεπάγεται απώλεια 15-19% αγοραστικής δύναμης σε μισθούς και συντάξεις, δηλαδή μείωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από τον πληθωρισμό.
Η διαπίστωση της έλλειψης ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας συνιστά θεμελιώδη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Οι αγορές γνωρίζουν ότι όταν εκδηλώνονται συστημικοί κίνδυνοι στην οικονομία, τα κράτη θα παρέμβουν προς στήριξη, παραβλέποντας τον «ηθικό κίνδυνο» των επιλογών τους.
Οι περιορισμένες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και η χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση της ενέργειας και χρηματοοικονομικών παραγώγων στα εμπορεύματα ενέργειας, ιδιαίτερα σε περίοδο πολέμου, εκτόξευσαν περαιτέρω τις τιμές των προϊόντων. Καθώς η τιμολόγηση της ενέργειας ως χρηματιστηριακό προϊόν υπόκειται σε νεοφιλελεύθερους κανόνες υπονομεύει τελικά την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Ως αποτέλεσμα αναδεικνύεται η πρόκληση της προστασίας της εθνικής οικονομίας και διασφάλισης των αλυσίδων εφοδιασμού, αποφεύγοντας την διολίσθηση στον προστατευτισμό, τον οποίο εκφράζουν λαϊκίστικά δεξιά πολιτικά μορφώματα.
Υπό αυτή την οπτική, η εκτεταμένη εμπορική σχέση της Ευρώπης με τη Ρωσία καθιστά τις κυρώσεις επώδυνες και ενισχύει την τάση ανάπτυξης του εθνικιστικού οικονομισμού. Τα υψηλά χρέη, τα μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα, η αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού, η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα αναζωογονήσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η νεοφιλελεύθερη πρόταση στην διεθνή κρίση προκρίνει νέες περικοπές δαπανών, μεταρρύθμιση της μετανάστευσης, ευέλικτες αγορές εργασίας, απορρύθμιση, περαιτέρω απελευθέρωση εμπορίου και αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης.
Στο περιβάλλον αυτό, η ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση, περιορίζεται στον επανασχεδιασμό μέρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Υπενθυμίζεται ότι η αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσανατολιζόταν στην παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβάνοντας ειδικά μέσα για τις αλυσίδες αξίας, κονδύλια για τις πληγείσες επιχειρήσεις από την κρίση σε επίπεδο ΕΕ και στήριξη της έρευνας και των υποδομών σε επίπεδο ΕΕ.
Όμως, η τελική πολιτική συμφωνία του Συμβουλίου της ΕΕ παρέλειψε σχεδόν τον πυρήνα των προτάσεων, μετατρέποντάς τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε δάνεια εθνικών προγραμμάτων. Το πρόγραμμα ευρωπαϊκής ανάκαμψης είναι πλέον το αποσπασματικό σύνολο εθνικών προγραμμάτων, ενώ με σαφήνεια επανέρχεται η πρόθεση δημοσιονομικής πειθαρχίας δια στόματος Eurogroup.
Αν η κρίση στην Ουκρανία αναδεικνύει την ανάγκη της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, την διαφοροποίηση και ενίσχυση κρίσιμων βιομηχανικών αλυσίδων αξίας στην ΕΕ, είναι προφανής η ανάγκη να καταστεί η οικονομία της ΕΕ ανθεκτικότερη στις εξωτερικές οικονομικές και γεωπολιτικές μεταβολές.
Η οικοδόμηση ανθεκτικής ευρωπαϊκής οικονομίας απαιτεί εξίσου ανθεκτικά και αποτελεσματικά χρηματοδοτικά μέσα στην ΕΕ. Ο αναπροσανατολισμός απλά των διαθέσιμων κονδυλίων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού σε διασυνοριακές και ευρωπαϊκές δράσεις με έμφαση στις ενεργειακές επιλογές χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στις μεταφορές, στη βιομηχανία και στη στέγαση, συμπεριλαμβανομένων μεταβατικών μέτρων στις υποδομές φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας, συνιστά θετική εξέλιξη αλλά δεν επαρκεί.
Η χρησιμοποίηση των κονδυλίων της συνοχής για το 2021 σε επίπεδο ΕΕ, με την χρήση των μη δεσμευμένων επιχορηγήσεων της πολιτικής συνοχής, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 30 δισ.€, θα αποτελέσουν μαγιά για τη δημιουργία Ταμείου προς κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων 200-300 δισ. €, σε ευρύ φάσμα έργων υποδομών, υγείας, ενέργειας και ψηφιακή τεχνολογία, κατά το πρότυπο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων. Το συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο θα είναι αποτελεσματικό κυρίως στις χώρες με δημοσιονομικό περιθώριο και όσες αποτελούν επενδυτικό προορισμό, ειδικά σε περίοδο γεωπολιτικής αστάθειας, ενώ οι χώρες της συνοχής θα στερηθούν κονδύλια.
Η ΕΕ παρά τις προσπάθειες τα τελευταία χρόνια δεν διαθέτει την κατάλληλη χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, ώστε να ανταποκριθεί αποφασιστικά σε απροσδόκητους κλυδωνισμούς της οικονομίας της ΕΕ.
Προκειμένου να υπάρξουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις της ΕΕ, προϋποτίθενται άμεσες και ταχείες μεταρρυθμίσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, με ενίσχυση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής παρέμβασης και σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Καθώς η οικονομική κρίση στην Ευρώπη απαιτεί, πέραν της νομισματικής πολιτικής, συντονισμένη ευρωπαϊκή δημοσιονομική παρέμβαση, ελλοχεύει ο κίνδυνος διεύρυνσης της απόκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Η νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση οδηγεί σε επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών. Η συνταγή οικονομικής ανάκαμψης προϋποθέτει την έμφαση σε παραγωγικές επενδύσεις στην ενέργεια και στον διατροφικό τομέα, με ταυτόχρονη ρύθμιση των αγορών. Οι επενδύσεις αυτές είναι εφικτές μόνο μέσω δημόσιας παρέμβασης οικονομικής ανασυγκρότησης, με αναδιάταξη των ευρωπαϊκών κονδυλίων και αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων.
Η πολιτική αυτή είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή στη χώρα. Σε αντιδιαστολή η συνέχιση της οικονομικής πολιτικής με τους κανόνες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας θα οδηγήσει στην άνοδο της ακροδεξιάς, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας, όπως προειδοποιούν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές.
(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών)