Στις 26 Νοεμβρίου 2021 η Ιταλική Οικονομική Αστυνομία εισέβαλε στα γραφεία της Γιουβέντους, στο Τορίνο και στο Μιλάνο, αναζητώντας στοιχεία σχετικά με την αγοραπωλησία ποδοσφαιριστών και τη σύνταξη των ισολογισμών της Εταιρείας, για τα οικονομικά έτη 2019-2021. Ένας εισαγγελέας και δύο αντιεισαγγελείς τέθηκαν επικεφαλής της έρευνας με την επωνυμία “Prisma”, βάσει της οποίας η ομάδα του Τορίνο ελέγχθηκε για φουσκωμένες υπεραξίες των ποδοσφαιριστών της.
Η Γιουβέντους παραπέμφθηκε να δικαστεί από το Ομοσπονδιακό Αθλητικό Δικαστήριο της Ιταλίας για παράβαση του Αθλητικού Κώδικα και αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό, τον Απρίλιο του 2021. Ο Εισαγγελέας, όμως, επέμεινε. Άσκησε Έφεση και έστειλε την υπόθεση στο Εφετείο, το οποίο, πριν λίγες ημέρες, καταδίκασε τη Γιουβέντους και της επέβαλε τιμωρία αφαίρεσης 15 βαθμών. Ταυτόχρονα επιβλήθηκαν ποινές αποκλεισμού στον Πρόεδρο της Ομάδας Αντρέα Ανιέλι, τον Αντιπρόεδρο και παλιά δόξα του κλαμπ Πάβελ Νέντβεντ, τον πρώην υπεύθυνο του ποδοσφαιρικού τμήματος, τον πρώην και το νυν οικονομικό Διευθυντή, καθώς και στον επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας.
Σε τί συνίσταται το σκάνδαλο
Η αιτιολογία της καταδίκης ήταν ότι οι διοικούντες την Αθλητική Εταιρεία «Γιουβέντους» άλλαζαν τις αξίες των ποδοσφαιριστών, κατά το δοκούν, μειώνοντας, με αυτό τον τρόπο, το έλλειμμα που εμφάνιζε ο Ισολογισμός της Εταιρείας. Ας δούμε, τί ακριβώς έκαναν...
Στους ισολογισμούς μίας αθλητικής εταιρείας, οι αθλητές της εμφανίζονται ως περιουσιακά στοιχεία, με συγκεκριμένη αξία.
Όταν μία ομάδα αγοράζει έναν παίκτη, ο παίκτης καταγράφεται, στο ενεργητικό του ισολογισμό της (ως περιουσιακό στοιχείο). Η αρχική αξία που καταγράφεται είναι ίση με το ποσό που δόθηκε για την αγορά και στη συνέχεια, με την πάροδο του χρόνου αποσβένεται, μέχρι να μηδενιστεί στο τέλος της διάρκειας συμβολαίου που υπογράφει ο παίκτης με την ομάδα. Δηλαδή, αν αγοράσει μία ομάδα έναν ποδοσφαιριστή με έξι εκατομμύρια Ευρώ εγγράφεται στο ενεργητικό της, ως περιουσιακό της στοιχείο με αξία 6 εκ. Ευρώ. Με την πάροδο του χρόνου, η αξία αυτή μειώνεται και στο τέλος του συμβολαίου του, για την ομάδα, το περιουσιακό στοιχείο έχει μηδενική αξία. Αυτό συμβαίνει, διότι, ο παίκτης στο τέλος του συμβολαίου, ο παίκτης μείνει ελεύθερος (Υπόθεση Μπόσμαν) και οι ομάδες που θέλουν να αποκτήσουν τον παίκτη, μπορούν να τον πάρουν, χωρίς να πληρώσουν την ομάδα που αγωνίζεται.
Αν το συμβόλαιο δε φτάσει στη λύση του, και η ομάδα πουλήσει τον παίκτη σε τιμή πώλησης μεγαλύτερη από αυτή που τον αγόρασε (ή μεγαλύτερη από την αξία του παίκτη βάσει της απόσβεσης) δημιουργείται μία υπεραξία. Η υπεραξία ενός ποδοσφαιριστή είναι η μεγαλύτερη πηγή κέρδους για ένα ποδοσφαιρικού σωματείου. Γίνεται αντιληπτό ότι οι ομάδες που καταφέρνουν να αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν ακριβά έχουν μία σημαντική πηγή εσόδων.
Αν μία ομάδα αγοράσει ένα νέο ποδοσφαιριστή σε μία τιμή «Α» και με την απόδοσή του ο ποδοσφαιριστής μετά από δύο ή τρία χρόνια πωληθεί σε τριπλάσια ή πενταπλάσια τιμή, γίνεται αντιληπτό, ότι επί της ουσίας έχει επενδύσει στο ταλέντο ενός παίκτη και η επένδυση αυτή σε μικρό χρονικό διάστημα έχει πολλαπλασιαστεί. Γι’ αυτό το λόγο, οι παίκτες είναι το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο των ομάδων όπου ανήκουν. Πολλές ομάδες συντηρούνται με αυτόν τον τρόπο. Ακόμα και πολύ μεγάλες.
Επομένως, μία ομάδα, για να αποκομίσει υπεραξία, θα πρέπει η ομάδα να πουλήσει τον παίκτη και μάλιστα σε μία τιμή μεγαλύτερη από αυτή που τον αγόρασε. Αν δηλαδή, αγοράσω έναν παίκτη το 2020 αντί 10 εκ. Ευρώ και το 2022 τον πουλήσω με 15 εκ. Ευρώ, τότε, σε δύο χρόνια έχω κερδίσει 5 εκ.. Αν αντιθέτως, αγοράσω έναν ποδοσφαιριστή το 2020 με 10 εκ. Ευρώ και το συμβόλαιό του λήξει το 2023, τότε μπορεί να πάει σε μία άλλη ομάδα, ως ελεύθερος. Επομένως, το περιουσιακό μου στοιχείο που το 2020 είχε αξία 10 εκ. Ευρώ, το 2023 έχει μηδενική αξία.
Ποιος καθορίζει την αξία ενός παίκτη; Η ίδια η αγορά. Η αξία ενός παίκτη καθορίζεται από το ποσό που είναι διατεθειμένη να δώσει μία ομάδα, προκειμένου να αποκτήσει έναν ποδοσφαιριστή. Μέχρι εδώ, όλα είναι νόμιμα και ξεκάθαρα.
Υπάρχει όμως, και ένας τρόπος, με τον οποίο μία ομάδα μπορεί να δημιουργήσει εικονικές αξίες για έναν ποδοσφαιριστή και επομένως να εμφανίσει μεγαλύτερο ενεργητικό στους ισολογισμούς της.Ο τρόπος αυτός είναι η ανταλλαγή ποδοσφαιριστών. Αν δηλαδή, αντί να πουλήσει, ανταλλάξει παίκτες, με μία άλλη, γίνονται μεταγραφές, χωρίς να υπάρξει και μεταφορά χρημάτων. Η αξία των παικτών καθορίζεται αυθαίρετα.
Ας κάνουμε ένα παράδειγμα:Η ομάδα «Α» έχει έναν ποδοσφαιριστή «Χ», που στους ισολογισμούς της φαίνεται να έχει αξία 3εκ Ευρώ. Τον ανταλλάσσει με έναν ποδοσφαιριστή «Υ», που ανήκει στην ομάδα «Β», με την ίδια αξία στους ισολογισμούς της. Οι δύο ομάδες συμφωνούν να γίνει ανταλλαγή. Στα συμβόλαια των εκατέρωθεν μεταγραφών των παικτών αντί να γράψουν αξία «3 εκ», γράφουν πχ. «10 εκ.». Οι νέοι παίκτες των ομάδων περνάνε στους ισολογισμούς με αξία 10 εκ. Άρα, και οι δύο ομάδες εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους 7εκ. παραπάνω από αυτά που είχαν πριν την ανταλλαγή.
Αν μάλιστα, οι ποδοσφαιριστές που ανταλλάσσονται έχουν μεγάλη αξία, τότε το θετικό πρόσημο στους ισολογισμούς είναι ακόμα μεγαλύτερο. Για παράδειγμα, η ανταλλαγή του Μιραλέμ Πιάνιτς και του Αρτούρ Μέλο, ανάμεσα στη Γιουβέντους και την Μπαρτσελόνα, είναι από τις πρώτες που ελέγχθηκαν από τις αρμόδιες αρχές. Αυτό το απλό κόλπο γίνεται ευκολότερα με άγνωστους παίκτες, με πολύ μικρή αξία. Το 2021 ο 20χρονος Μάρλεϊ Ακέ,πήγε στη Γιουβέντους από τη Γαλλική Μαρσέιγ, η οποία τον είχε αγοράσει από ομάδα της δ’ κατηγορίας (!). Η Γιουβέντους, ως αντάλλαγμα έδωσε στους Γάλλους τον 19χρονο Φράνκο Τόνγκγια, που τον είχε πάρει από μία ομάδα της γ’ κατηγορίας (!). Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος παίκτης είχαν ελάχιστη αξία, σχεδόν μηδενική. Κατά την ανταλλαγή που έγινε, εμφανίστηκε ότι κοστίζουν 8 εκ. Ευρώ ο καθένας. Επομένως, η Γιούβε και η Μαρσέιγ, εμφάνισαν 8 εκ. περισσότερα στους ισολογισμούς τους, χωρίς να εκταμιεύσουν από τα ταμεία τους, ούτε ένα cent. Για την ιστορία, ο Ακέ σήμερα αγωνίζεται στη γ’ κατηγορία με τα χρώματα της «Juventusnextgeneration» και ο Τονγκγιά παίζει στη δανέζικη Οντένσε.
«Γιατί μόνο εμείς;»
Στην πρότασή του, ο Αθλητικός Εισαγγελέας ζήτησε από το Δικαστήριο ποινή αφαίρεσης εννέα βαθμών, από τη Γιουβέντους. Το Δικαστήριο έκρινε όμως, ότι η Γιουβέντους απέκτησε μεγάλο αγωνιστικό πλεονέκτημα, εμφανίζοντας μικρότερο έλλειμμα στους ισολογισμούς της και θεώρησε πιο δίκαιο να αφαιρέσει δεκαπέντε βαθμούς. Η ανακοίνωση της απόφασης στεναχώρησε τα εκατομμύρια οπαδών της Γιουβέντους, αλλά δεν τα εξέπληξε. Γι’ αυτό και η πιο συνηθισμένη αντίδραση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν ήταν: «Γιατί τιμωρηθήκαμε;», αλλά «Γιατί τιμωρηθήκαμε μόνο εμείς;».
Το ερώτημα είναι απολύτως εύλογο, καθώς οι «εικονικές υπεραξίες» είναι όπως το τανγκό. Χρειάζονται δύο. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από τη Γιουβέντους, πρόστιμα επιβλήθηκαν και στην Πίζα, την Τζένοα, τη Σαμπντόρια, την Πεσκάρα, την Προ Βερτσέλι, την Έμπολι και τη Νοβάρα. Η ποινή της αφαίρεσης βαθμών, όμως, επιβλήθηκε μόνο στη Γιούβε, για τον απλούστατο λόγο, ότι εκτός από τα οικονομικά στοιχεία που βρήκε η Οικονομική Αστυνομία, υπήρχαν και τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ανώτατων στελεχών της, που επιβεβαίωναν τα γεγονότα. Επίσης, η οικονομική αστυνομία ανακάλυψε, ανάμεσα στα άλλα, το λεγόμενο «Μαύρο Βιβλίο», δηλαδή τις σημειώσεις του νυν οικονομικού διευθυντή τη «Μεγάλης Κυρίας», Φεντερίκο Κερουμπίνι, όπου εξηγεί πώς ο προηγούμενος Φάμπιο Παράτιτσι είχε οργανώσει το σύστημα, με το οποίο «πείραζε» τους ισολογισμούς.
Στις σημειώσεις του, ο Κερουμπίνι μιλάει για αγορές χωρίς νόημα και μεταγραφές πέρα από τις δυνατότητες των οικονομικών της ομάδας. Λέει, μάλιστα, ότι ο Παράτιτσι άλλαζε καθημερινά την αξιολόγηση και την εκτίμηση της αξίας των ποδοσφαιριστών. Ανάμεσα στα άλλα, στοιχεία, βρέθηκε και εσωτερική αλληλογραφία, όπου τα στελέχη της ομάδας του Τορίνο παραδέχονται ότι επανήλθαν μεν τα οικονομικά σε πιο υγιή βάση, αλλά αυτό έγινε μέσω επικίνδυνων πρακτικών. Σε μία από τις σημειώσεις του, ο Κερουμπίνι, εκτός από το ότι περιγράφει την παρανομία, λέει χαρακτηριστικά: «Χάσαμε μία γενιά ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, με αυτόν τον τρόπο», εννοώντας ότι πολλοί παίκτες καταστράφηκαν, διότι υποχρεώνονταν να μεταγραφούν, χωρίς να υπάρχει αθλητικό – αγωνιστικό κριτήριο…
Αθλητικό αδίκημα και αυτονομία του αθλητικού δικαίου
Η Γιουβέντους τιμωρείται για τρίτη φορά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, από την αθλητική δικαιοσύνη, για παράβαση του Κώδικα της Αθλητικής Δικαιοσύνης. Την πρώτη φορά, για ντόπινγκ, τη δεύτερη για στήσιμο αγώνων και τώρα για τις εικονικές υπεραξίες. Και τις τρεις φορές, η αθλητική δικαιοσύνη δεν περίμενε να καταστούν αμετάκλητες οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων για να επιβάλει τις ποινές. Στην τελευταία περίπτωση των εικονικών υπεραξιών το Ομοσπονδιακό Αθλητικό Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε παράβαση του άρθρου 63 του Κώδικα της Αθλητικής Δικαιοσύνης. Διερεύνησε συστηματικά αν υπάρχουν τα στοιχεία που συνιστούν ένα «αθλητικό αδίκημα», δηλαδή πράξεις ή παραλείψειςπου δυσφημούν το άθλημα και αλλοιώνουν τον έντιμο συναγωνισμό, που πρέπει να χαρακτηρίζει το άθλημα και δη το ποδόσφαιρο. Αυτού του είδους η αξιολόγηση είναι διαφορετική από την αξιολόγηση που κάνει ένα ποινικό ή ένα αστικό Δικαστήριο. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, μέσα από την ουσιαστική λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων, εξασφαλίζεται πραγματικά και λαμβάνει ουσία το λεγόμενο αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου (και των άλλων αθλημάτων).
Η επόμενη μέρα
Μετά την απόφαση του αθλητικού εφετείου, η Γιουβέντους έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση μόνο για τυπικούς λόγους και όχι για λόγους ουσίας. Ήδη, από τη διοίκηση της ομάδας του Τορίνο, ανακοινώθηκε ότι θα εξαντλήσουν και αυτό το ένδικο μέσο, στην προσπάθεια να δικαιωθούν. Οι πιθανότητες δικαίωσης είναι μικρές, αλλά ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Άλλωστε, αν το ακυρωτικό δικαστήριο δικαιώσει τη Γιουβέντους, η υπόθεση θα επιστρέψει στο Εφετείο για να επανεκδικαστεί…
Στο μεταξύ, όμως, η Γιουβέντους έχει να περάσει ένα ακόμα Γολγοθά. Για την ακρίβεια δύο:
Πρώτ’ απ’ όλα, η Γιουβέντους είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και, επομένως, ελέγχεται για τους ισολογισμούς της από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή της Ιταλίας (Consob). Δευτερευόντως, δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος που γίνεται σχετικά με την πρακτική των λογιστών της Εταιρείας, να εμφανίζουν ότι κάποιοι ποδοσφαιριστές της έπαιρναν μικρότερους μισθούς από αυτούς που έπαιρναν στην πραγματικότητα. Ανάμεσα σε αυτούς τους παίκτες συγκαταλέγονται ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Ντιμπάλα, ο Κιελίνι, ο Μπονούτσι, ο Κουαδράδο και ο Άλεξ Σάντρο. Όλοι οι ανωτέρω, πριν του Κριστιάνο Ρονάλντο έχουν ήδη διαβεί το κτίριο της Εισαγγελίας του Τορίνο, για να διευκρινίσουν αν τα ποσά που έγραφε το συμβόλαιό τους ήταν ίδια με τα χρήματα που έβαζαν στην τσέπη. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι με αυτό τον τρόπο, η Γιουβέντους εμφάνιζε μικρότερο παθητικό, αφού οι πραγματικές μισθοδοσίες ήταν μεγαλύτερες από αυτές που εμφανίζονταν στους ισολογισμούς. Κανείς δεν ξέρει ποιες τιμωρίες θα προκύψουν και γι’ αυτό το λόγο.
Σημειώστε εξάλλου, ότι έρευνα για το ίδιο θέμα της μισθοδοσίας των ποδοσφαιριστών έχει ξεκινήσει και στους κόλπους της ΟΥΕΦΑ, η οποία ελέγχει την τήρηση του περίφημουFinancialFairPlay. Δηλαδή, εκείνων των κανόνων, που διασφαλίζουν ότι υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα των ομάδων. Ως προς αυτό, η Γιουβέντους δεν είναι η μόνη «ύποπτη». Η έρευνα αφορά και άλλες μεγάλες ομάδες που βρίσκονται υπό έλεγχο, όπως είναι η Μπενφίκα και η Τότεναμ. Όμως οι «μπιανκονέρι» έχουν μία επιπλέον δυσκολία, στην προσπάθεια να υπεραμυνθεί των θέσεων της: τις κακές σχέσεις τους με την ΟΥΕΦΑ.
Οι σχέσεις της Γιουβέντους και προσωπικά του Προέδρου της Αντρέα Ανιέλι με την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία και ειδικά με τον Πρόεδρο Τσέφεριν έχουν διαρραγεί από την εποχή που η Γιουβέντους την ίδια ώρα που διαβεβαίωνε ότι είναι αντίθετη με τη τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου από την ΟΥΕΦΑ ευρωπαϊκού πρωταθλήματος (Superleague), πρωτοστατούσε στη δημιουργία του! Οι… κόγξες της «Κυρίας» δεν άρεσαν καθόλου στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ (βλ. την έδρα της ΟΥΕΦΑ στη Νυόν), που μετά και από τα τελευταία παραπτώματα την κρατάνε γερά στο χέρι…
Η υπόθεση της Γιουβέντους φανερώνει, για άλλη μία φορά, ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός, το ποδόσφαιρο ιδιαίτερα, είναι μία σύνθετη βιομηχανία, όπου εμπλέκονται το σπορ, το αποτέλεσμα στο γήπεδο, η καριέρα πολλών νέων ανθρώπων, με την οικονομία, τους κανόνες τις αγοράς, τα εργασιακά δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτής της πολύπλοκης αγοράς, που έχει ισχυρό ανταγωνισμό, τόσο στο γήπεδο, όσο και στο ταμείο, διαπιστώνονται συχνά απόπειρες να αλλοιωθεί με διάφορους τρόπους. Κάποτε, το πιο απλό θα ήταν να δωροδοκήσεις ένα διαιτητή ή να οργανώσεις ένα σύστημα ελέγχου της διαιτησίας (η Γιουβέντους έχει καταδικαστεί και για αυτό). Σήμερα, στο «κόλπο» έχει μπει και το «πείραγμα» των οικονομικών στοιχείων, οι καλές δημόσιες σχέσεις ή ακόμα και γεωπολιτικά παιχνίδια.
Για να εξασφαλισθεί, κατά το μεγαλύτερο βαθμό, ο υγιής και έντιμος ανταγωνισμός, απαιτείται σοβαρός έλεγχος από πολλά όργανα – αρχές, διοικητικές ή δικαστικές, όπου η καθεμία πρέπει να παίξει το ρόλο της, ανεξάρτητα και χωρίς παρεμβάσεις. Στην Ιταλία, φαίνεται ότι υπάρχουν δικαστές, που δε διστάζουν να ελέγξουν το μεγαλύτερο «brand» του ιταλικού ποδοσφαίρου. Αλλού;
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)