Τον Μάιο του 2020, στη Μινεάπολη, ο Τζορτζ Φλόιντ δολοφονήθηκε από έναν αστυνομικό που του πάτησε το λαιμό, μέχρι να πεθάνει από ασφυξία. Τότε, πολλοί παίκτες των ομάδων του ΝΒΑ έλαβαν ενεργά μέρος στο κίνημα «BlackLivesMatter». Κάποιοι από αυτούς μάλιστα, όπως ο Τζέιλεν Μπράουν στην Ατλάντα, τέθηκαν επικεφαλής του Κινήματος. Άλλοι μπασκετμπολίστες αρνήθηκαν να αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στους αγώνες του Πρωταθλήματος.
Οι Μιλγουόκι Μπακς, η ομάδα του Γιάννη Αντετοκούμπο πρωτοστάτησε σε αυτή την άρνηση. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Μπάρακ Ομπάμα, για να επιστρέψουν οι ομάδες στα γήπεδα και να ξαναρχίσουν οι αγώνες. Η επιστροφή αυτή όμως, δεν έγινε χωρίς όρους…Είχε προηγηθεί μία συμφωνία, ανάμεσα στη λίγκα του ΝΒΑ και του σωματείου των καλαθοσφαιριστών, η οποία έδωσε ζωή στην SocialJusticeCoalition(SJC). Έναν οργανισμό που συστάθηκε, ειδικά, για να αναδείξει την πολιτική και κοινωνική ευθύνη του ΝΒΑ και των παικτών του.
Έτσι, οι αγώνες επαναλήφθηκαν. Όμως, με πρωτοβουλία της SJC, άρχισαν να λαμβάνονται μία σειρά από σοβαρές πρωτοβουλίες, που αποτελούσαν ηχηρά μηνύματα κατά του ρατσισμού και της αυθαίρετης αστυνομικής βίας. Για παράδειγμα, στις φανέλες των παικτών, πάνω από τον αριθμό δεν αναγραφόταν, πλέον, το όνομά τους, αλλά συνθήματα όπως «Blacklivesmatter» κα. Η SJC δεν έμεινε εκεί…
Το ΝΒΑ έχει πολύ αυστηρό πρόγραμμα αγώνων. Παραδοσιακά, μόνο τρεις ημέρες δε διεξάγονται ματς: την παραμονή των Χριστουγέννων, την ημέρα των «Ευχαριστιών» (24 Νοεμβρίου) και την ημέρα του AllStarGame. Κάποιες φορές (αλλά όχι πάντα), ορίζουν ως αργία και την πρώτη Δευτέρα του Απριλίου, οπότε και διεξάγεται ο τελικός του Κολεγιακού Πρωταθλήματος Μπάσκετ.
Φέτος, ο παραπάνω κανόνας, γνώρισε μία πρωτοφανή εξαίρεση. Οι διοργανωτές του ΝΒΑ αποφάσισαν να μη γίνουν αγώνες την Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022. Γιατί; Γιατί αυτή η μέρα είχε οριστεί στις ΗΠΑ, για να γίνουν οι εκλογές για τη Γερουσία και το Κογκρέσο, οι λεγόμενες «ενδιάμεσες εκλογές». Ήδη, από τον περασμένο Αύγουστο, όταν ανακοίνωναν το πρόγραμμα των αγώνων, η Λίγκα του ΝΒΑ γνωστοποίησε ότι, στο πλαίσιο της κοινωνικής ευαισθητοποίησης, χωρίς καμία διάθεση υποστήριξης κάποιου από τα δύο κόμματα και προκειμένου να ενθαρρύνουν τους φιλάθλους να πάνε να ψηφίσουν, η 8η Νοεμβρίου, για το ΝΒΑ, θα είναι ημέρα αργίας.
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της SJC, Τζέιμς Τσαντογκάν δήλωσε ότι «παρόλο που δεν είναι συνηθισμένο να αλλάζουμε το πρόγραμμα των αγώνων για εξωαγωνιστικούς λόγους, θεωρούμε ότι οι εκλογές είναι ένα μοναδικό γεγονός, εξαιρετικά σημαντικό για τη Δημοκρατία μας». Επιπλέον, ένα μήνα πριν τις εκλογές, οι ομάδες του ΝΒΑ διαφήμιζαν την εκλογική διαδικασία, με το σλόγκαν «Στις 8 Νοεμβρίου δεν παίζουμε.
Πάμε να ψηφίσουμε». Μεγάλα ονόματα όπως ο Λεμπρόν Τζέιμς συμμετείχαν σε βίντεο που καλούσε τους φιλάθλους «να μη χάσουν την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή τους». Ο εκπρόσωπος του σωματείου των Καλαθοσφαιριστών Σι Τζέι Μακ Κόλουμ διευκρίνισε ότι «δε θέλουμε να υποδείξουμε στον Κόσμο, ποιον να ψηφίσει. Θέλουμε, όμως, να τον ενθαρρύνουμε να συμμετάσχει στην αλλαγή της κοινωνίας. Και ο καλύτερος τρόπος να το πράξουμε αυτό είναι να υποστηρίξουμε τη συμμετοχή στις εκλογές, παρά να παίξουμε μπάσκετ».
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ΝΒΑ διέθεσε 15 από τα στάδια όπου διεξάγονται οι αγώνες προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως εκλογικά κέντρα.
Με άλλα λόγια, το ΝΒΑ ενεργοποίησε όλες τις δυνάμεις του για να υποστηρίξει τις εκλογές στις ΗΠΑ και να παρακινήσει τον κόσμο να πάει στις κάλπες. Η σχετική πρωτοβουλία αυτή χαιρετίσθηκε και από τον Πρόεδρο της «Vote.org», Αντρέα Χίλεϋ, μίας οργάνωσης που προσπαθεί να ενεργοποιήσει πολιτικά τους τους πολίτες. «Το ΝΒΑ δημιουργεί ένα σημαντικό προηγούμενο, που θα πρέπει να ακολουθήσουν τα πρωταθλήματα και των υπολοίπων αθλημάτων. Το ΝΒΑ χτίζει μία κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά, που δεν αφορά μόνο τους αθλητές, αλλά και τους φιλάθλους.
Η βολή που κερδήθηκε και το πέναλτι που χάθηκε
Το ΝΒΑ αντιμετώπισε τις αμερικάνικες εκλογές σα μία μοναδική ευκαιρία να αναδείξει την κοινωνική και πολιτική ευθύνη που έχει αναλάβει απέναντι στους εκατομμύρια φίλους του. Του δόθηκε, δηλαδή, μία «ελεύθερη βολή». Και αυτό πήρε την μπάλα και ευστόχησε…
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν την ελεύθερη βολή που αξιοποίησε το αμερικάνικο μπάσκετ, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μία χώρα που χαρακτηρίζεται ως η κοιτίδα της Δημοκρατίας, στην Ελλάδα, παιζόταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Στις καθυστερήσεις ενός ντέρμπι, δόθηκε ένα πέναλτι. Δόθηκε η ευκαιρία στο ελληνικό ποδόσφαιρο να αντιμετωπίσει με πολιτισμό μία κρίσιμη, για τον αγώνα, διαιτητική απόφαση. Και αν οι Αμερικάνοι ευστόχησαν στην ελεύθερη βολή, το ελληνικό ποδόσφαιρο έχασε το πέναλτι…
Ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της απόφασης, οι διαμαρτυρίες των φιλοξενούμενων εύλογες ή μη, δικαιολογημένες ή όχι, παραμένουν θεμιτές. Ως ένα βαθμό, αποτελούν μέρος του παιχνιδιού, της έντασης του ματς, αλλά και της γραφικότητας που χαρακτηρίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο και που (κακώς) έχουμε όλοι αποδεχθεί.
Ωστόσο, εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι το μέλος του ΔΣ της ΠΑΕ Ολυμπιακός κος Γιάννης Βρέντζος απέδωσε την (κατ’ αυτόν) αδικία που υπέστη η ομάδα του στο γεγονός ότι στην Ελληνική Κυβέρνηση «λειτουργούσε ένα καθεστώς παρανομίας, υποκλοπών με συνδέσμους και παρακλάδια σε όλο το οργανωμένο έγκλημα…». Πρόκειται για δηλώσεις που θα έπρεπε να εγείρουν την αντίδραση των δικαστικών αρχών, που θα έπρεπε να τον καλέσουν να εξηγήσει τί εννοεί. Αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα (πιο σημαντικό εκείνων με τα οποία καταπιανόμαστε, στη συγκεκριμένη στήλη).
Φυσικά, ο κος Βρέντζος απευθυνόταν κυρίως στην οπαδική βάση της ομάδας του και σκοπός του ήταν να δικαιολογήσει τη διατήρηση της βαθμολογικής διαφοράς από τον πρωτοπόρο Παναθηναϊκό και το σοβαρό ενδεχόμενο να χάσει η ομάδα του το Πρωτάθλημα. Ωστόσο, το ποδόσφαιρο παρακολουθείται από εκατομμύρια ανθρώπους, όχι μόνο οπαδούς του Ολυμπιακού. Εξάλλου, είναι βέβαιο ότι και οι οπαδοί του Ολυμπιακού είναι πολίτες αυτής της χώρας και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κοινωνικές ευαισθησίες και αναφορές. Επίσης, ο κος Βρέντζος αναφέρθηκε κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης. Επομένως, οι δηλώσεις του, μπορεί να στρεφόταν στους οπαδούς της ομάδας του, αλλά αφορούν όλους.
Τέλος, υπό το πρίσμα όσων αγαπούν τον αθλητισμό, υπάρχει μία ακόμα διάσταση, που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αυτό που έγινε αντιληπτό στον κόσμο του ΝΒΑ και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό εδώ...
Οι ΗΠΑ είναι ένα κράτος, με μία ιδιόμορφη Δημοκρατία, με πολλές και μεγάλες αντιθέσεις και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Το αποδεικνύουν τα αντιφατικά αποτελέσματα των εκλογών τους (Προεδρικές, ενδιάμεσες κλπ), οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, ο ρατσισμός, η βία, η διατήρηση αναχρονιστικών θεσμών, όπως η θανατική ποινή σε κάποιες Πολιτείες. Σε αυτό το δαιδαλώδες σκηνικό, ένας αθλητικός οργανισμός, όπως το ΝΒΑ, οι ιδιοκτήτες των ομάδων, αλλά και οι αθλητές, μπαίνουν μπροστά για να στηρίξουν τους πολιτικούς θεσμούς, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Και… προσοχή!
Το μπάσκετ για τους Αμερικάνους δεν είναι ένα παιχνίδι όπου δέκα παίκτες προσπαθούν να βάλουν την μπάλα σε ένα καλάθι. Το μπάσκετ και κυρίως το ΝΒΑ είναι το εθνικό άθλημά τους. Ένα από τα λίγα σύμβολα της εθνικής ενότητας και συνοχής αυτού του ιδιαίτερου πολυπολιτισμού και πολυεθνικού μωσαϊκού, που είναι οι ΗΠΑ. Μέσω του ΝΒΑ και των πρωτοβουλιών που λαμβάνονται στους κόλπους του, ο Αθλητισμός και μάλιστα, σε μία από τις πιο εμπορικές μορφές του (το Αμερικάνικο Επαγγελματικό Μπάσκετ), γίνεται θεματοφύλακας κοινωνικών και πολιτικών αξιών.
Στην Ελλάδα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Φυσικά, και η Ελληνική Δημοκρατία έχει προβλήματα, αντιφάσεις και παθογένειες. Είναι γεγονός ότι το πολιτικό σκηνικό, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, εμφανίζει σημάδια παρακμής, η δυσλειτουργία των θεσμών αφήνουν περιθώρια απαξίωσης. Ωστόσο, παραμένουμε μία χώρα με βαθιές ιστορικές ρίζες, που φέρει μία ισχυρή πνευματική παράδοση. Ακόμα και αυτά τα χαρακτηριστικά να μην υπήρχαν, σε αυτό που ονομάζεται «Ελληνική Δημοκρατία», θα δυσκολευόταν κάποιος να εξηγήσει το πώς επιτρέπεται σε έναν παράγοντα του ποδοσφαίρου, δηλαδή έναν άνθρωπο που, κατά τεκμήριο υπηρετεί ένα άθλημα, να κατηγορήσει την Κυβέρνηση της χώρας, (όποια κι αν είναι αυτή) για παρανομία και φασισμό!
Εκτός πια, εάν η ίδια η Πολιτεία αποδέχεται αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Κανείς δεν είναι αφελής… Κάποιοι μπορεί να υποψιαστούν ότι ο ανταγωνισμός συμφερόντων που φαίνεται ότι εντείνεται σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, την περασμένη Κυριακή, μεταφέρθηκε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εντέλει, οποιοσδήποτε μπορεί να κρίνει, αν οι δηλώσεις του κου Βρέντζου αναφέρονταν στο ματς «Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού» ή σε κάτι άλλο. Όπως, επίσης, οποιοσδήποτε μπορεί να κρίνει, αν όντως κάποιοι άνθρωποι υπηρετούν τις ομάδες τους ή αν οι ομάδες αυτές είναι απλώς η αφορμή, για να εξυπηρετήσουν, κάτι διαφορετικό.
Όλα αυτά όμως, μπορεί να είναι υποθέσεις ή συμπεράσματα, που προκύπτουν αντιπαραβάλλοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, με τις δηλώσεις των παραγόντων. Πολλώ δε μάλλον, όταν οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι ίδιοι με τους εκδότες των εφημερίδων.
Το βέβαιο είναι ότι ακόμα και σήμερα, υπάρχει ο ρομαντισμός εκείνων που αγαπούν το ποδόσφαιρο, και, λόγω αυτής της αγάπης διεκδικούν (ή θα ήθελαν να διεκδικούν) ένα διαφορετικό ρόλο, για τις ομάδες τους και για το ίδιο το άθλημα. Εγείρεται το ερωτηματικό: Μπορεί ο επαγγελματικός αθλητισμός να παίξει αυτό το ρόλο, στο δεδομένο οικονομικο-πολιτικό σύστημα. Ή, αντιθέτως, για να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να υπάρξει ολική ανατροπή. Το παράδειγμα του ΝΒΑ αποδεικνύει ότι, σε μεγάλο βαθμό, μπορεί. Φυσικά, στα όρια και στις δυνατότητες που του δίνονται.
Καμιά φορά, λέμε μοιρολατρικά ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας και, επομένως, δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει. Πολλοί πίστεψαν ότι η κατάκτηση του Euro το 2004, θα ήταν η αφετηρία για την εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Τραϊανός Δέλλας, λίγα λεπτά μετά τον τελικό μας προσγείωσε απότομα, δηλώνοντας ότι δεν πίστευε κάτι τέτοιο. Αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε, αντί να βελτιωθεί. Είναι όμως, δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι στις τάξεις των παραγόντων, των αθλητών και των φιλάθλων δεν υπάρχουν υγιείς κοινότητες που να μπορούν να βοηθήσουν στην αποβολή της τοξικότητας που βιώνει το ελληνικό ποδόσφαιρο και που, όσο περνάει ο καιρός κλιμακώνεται.
Στο ΝΒΑ την πρωτοβουλία την πήραν οι ίδιοι οι αθλητές και δικαιώθηκαν. Το ΝΒΑ, εκτός από ένα επιτυχημένο αθλητικό και εμπορικό προϊόν, έγινε ένας παράγοντας με ισχυρή κοινωνική και πολιτική παρέμβαση. Αυτή η παρέμβαση το καθιστά ακόμα πιο δημοφιλές και εμπορικό. Άραγε, μπορούμε να ελπίζουμε ότι και στην Ελλάδα, μπορεί να υπάρξει μία αντίστοιχη εξέλιξη; Ακούγεται σα θαύμα. Στον αθλητισμό όμως επιτρέπονται ακόμα και τα θαύματα…
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES – FIFA)