Οι καταγγελίες κατά του ευρωβουλευτή Αλέκου Γεωργούλη για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση έχουν βάλει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό, καθώς η υπόθεση βλέπει το φως της δημοσιότητας μεσούσης ουσιαστικά της προεκλογικής περιόδου. Τα ζητήματα, ωστόσο, που θα έπρεπε να απασχολούν μια σύγχρονη κοινωνία δεν είναι η πρώην κομματική ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου, αφού τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ όσο και ο επικεφαλής του Αλέξης Τσίπρας επέδειξαν ταχύτατα αντανακλαστικά με την άμεση αποπομπή του από την ευρωομάδα του κόμματος και την καταδίκη τέτοιων πράξεων και συμπεριφορών, αλλά από τη μια πλευρά η επαναφορά της συζήτησης για το πώς επιλέγονται από τα κόμματα και τους ψηφοφόρους οι υποψήφιοι και από την άλλη η αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών από την κοινή γνώμη.
Όσον αφορά στο πρώτο από τα παραπάνω ζητήματα αποτελεί πλέον πάγια τακτική των κομμάτων και των οιωνδήποτε εκλογικών συνδυασμών να επιλέγουν «λαμπερά» ονόματα για να «κοσμήσουν» τα ψηφοδέλτιά τους, τακτική που επιβραβεύει με την ψήφο του το εκλογικό σώμα. Μια διαδικασία αλληλοτροφοδότησης, η οποία στηρίζεται στην επικοινωνιακή απήχηση αυτών των προβεβλημένων προσώπων, που η πολιτική τους επιδραστικότητα αποτυπώνει τη lifestyleαντίληψη της πολιτικής. Αυτό, βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα πρόσωπα πρέπει να θεωρηθούν a priori επιρρεπή στο να διαπράξουν κάποια αξιόποινη πράξη, αλλά όμως όσο πιο μεγάλη είναι η γυαλάδα με ελάχιστο πολιτικό βάθος τόσο πιο πολύ κρότος γίνεται όταν σκάει μια τέτοια υπόθεση. Κατά κοινώς λεγόμενο και πάντα επίκαιρο στην πολιτική που αφορά πολιτικούς, πολιτευόμενους και εκλογείς, «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις».
Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα που κατά τη γνώμη μας είναι και πιο σοβαρό, δεν μπορούμε να αξιολογούμε τα γεγονότα, ανάλογα με την πολιτική μας ταύτιση η τοποθέτηση. Ο δρόμος που άνοιξε η γενναία Ολυμπιονίκης μας Σοφία Μπεκατώρου και όλες οι άλλες γενναίες γυναίκες, άνδρες και παιδιά με τις καταγγελίες τους για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση που δέχθηκαν από ανθρώπους που στη δική τους κλίμακα κατείχαν εξουσία, πρέπει να φωτίζεται από τη βούληση όλων μας για άπλετο φως σε όλες αυτές τις υποθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε πάντα να θυμόμαστε το τρανταχτό παράδειγμα της υπόθεσης Λιγνάδη, που «επιχειρήθηκε» αρχικά επικοινωνιακή «συσκότιση» μόνο και μόνο επειδή ο καταδικασμένος σε πρώτο βαθμό ηθοποιός και σκηνοθέτης είχε ισχυρούς δεσμούς με το αποκαλούμενο «σύστημα».
Ακόμα, λοιπόν, κι αν η επικοινωνία κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα και το δημόσιο βίο, κόμματα, αυτοδιοικητικοί συνδυασμοί και πολίτες οφείλουν αν επιλέγουν υποψηφίους με βάση το κοινό συμφέρον, για να μην πέφτουν αργότερα από τα σύννεφα της εξουσίας τους ή τα μαξιλάρια του καναπέ τους. Τα κριτήρια επιλογής και κρίσης πρέπει να είναι αυστηρά, γιατί η αξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού αντανακλά την αξιοπιστία των επιλογών της κοινωνίας. Πολιτικοί και πολίτες δεν είναι άμοιροι ευθυνών για τις επιλογές τους και δεν μπορούν να επικαλούνται, ακραίες εκδοχές της πολιτικής ορθότητας, που όντως υφίστανται, για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Το κυριότερο δε είναι ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάθε περίπτωση το μέτρο είναι ο άνθρωπος και τα σταθμά η ψυχοσωματική ακεραιότητα και αξιοπρέπειά του.
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός)