Η πρόσφατη «υπόθεση Γεωργούλη», πέρα από το ποινικό της κομμάτι για το οποίο προφανώς θα αποφασίσουν τα δικαστήρια, έδωσε τροφή για σκέψη σε θέματα που αφορούν στην αντιπροσώπευση και στην επιλογή των υποψηφίων για τα κοινοβούλια και το ευρωκοινοβούλιο ειδικότερα. Κάποιοι αναλυτές εστίασαν το πρόβλημα στις διαδικασίες επιλογής των ευρωβουλευτών, την εθνική περιφέρεια και τον σταυρό προτίμησης. Πράγματι, είναι πρόβλημα, και πρέπει να αλλάξει. Εντούτοις, αυτό δεν αρκεί, για την Αριστερά τουλάχιστον.
Ιστορικά μιλώντας, το πολιτικό παιχνίδι αποτύπωσε δύο βασικές κληρονομιές στην αναζήτηση υποψηφίων για τα κοινοβουλευτικά έδρανα: για τη Δεξιά, που στηριζόταν κατά βάση σε ανδροκρατούμενους αριστοκρατικούς μηχανισμούς και πελατειακά δίκτυα ισχυρών τοπικών ή εθνικών ελίτ με πρόσβαση στο κεφάλαιο, το κράτος και τον Τύπο, ο ιδανικός υποψήφιος αποτύπωνε ένα «κοινωνικό μέγεθος». Ήταν ένας είδος αριστοκρατίας, αναγνωρίσιμος από τους ψηφοφόρους-πελάτες λόγω του οικονομικού και κοινωνικού του κεφαλαίου. Είχε επιρροή στα κέντρα εξουσίας (εθνική ή τοπικά), και παρείχε στον ψηφοφόρο την πεποίθηση ότι ήταν ικανός να τον «προστατέψει» και να τον «εξυπηρετήσει» αν χρειαζόταν.
Η οικονομική και πολιτική ισχύς συχνά συνδυαζόταν με ένα άρωμα «αριστείας», συνήθως στα ολοκληρωμένα πολιτικά τζάκια. Ο «άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων» γιατρός ή δικηγόρος, γόνος ισχυρής οικογένειας, δήλωνε δια μέσου του τύπου όχι μόνο την άφιξή του και το άνοιγμα του γραφείου του αλλά ταυτόχρονα και την προσμονή του για την εμπλοκή του στα δημόσια πράγματα. Όπως όλες οι αριστοκρατίες, έτσι και οι πολιτικές αριστοκρατίες της δεξιάς είχαν μια διαβάθμιση ισχύος ανάλογα με το μέγεθος της εκλογικής επιρροής τους.
Για την Αριστερά, μεταρρυθμιστική ή ριζοσπαστική μικρή σημασία έχει, η αντιπροσώπευση είχε διαφορετικές αφετηρίες. Εξάλλου, για το Κοινοβούλιο η Αριστερά, στην αρχή τουλάχιστον, είχε περιορισμένη εκτίμηση και ενδιαφέρον. Ακόμη και οι πιο μεταρρυθμιστές ανάμεσά της, αισθανόταν πως ο χώρος αυτός δεν ήταν ο καταλληλότερος για την ανάδειξη των δικών τους προτεραιοτήτων. Το Κόμμα, τα συνδικάτα, οι κοινωνικοί φορείς, ή και τα κινήματα στο δρόμο αποτύπωναν καλύτερα την ψυχή των Αριστερών. Στη βάση αυτή, η Αριστερά αναδείκνυε τα στελέχη της για το κοινοβούλιο, άνδρες βεβαίως κατά μεγάλη πλειοψηφία, αφού αυτά είχαν προηγουμένως «βαπτιστεί» και αποδειχθεί ικανά και ανθεκτικά στους πολυδαίδαλους διαδρόμους της μαζικής πολιτικής, που άλλοτε ταυτιζόταν και με την κομματική πολιτική και άλλοτε όχι. Όχι ότι δεν υπήρχε και ο δρόμος της ατομικής αριστείας: διανοούμενοι συνήθως, καθηγητές πανεπιστημίου ή καλλιτέχνες με σημαντική διανοητική εμβέλεια πάντα έλκυαν την Αριστερά ακόμη και στις πιο «αντι-ελιτιστικές» και αντι-διανουμενιστικές στιγμές της (πχ ο καθηγητής Δημήτρης Γληνός που εκλέχτηκε βουλευτής στο ΚΚΕ του μεσοπολέμου, ή αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης).
Η είσοδος της τηλεόρασης στο πολιτικό προσκήνιο επέφερε μεταβολές και στην Δεξιά και στην Αριστερά. Η τηλεοπτική δημοφιλία, όπως και η μετακίνηση της πολιτικής αντιπαράθεσης από το κοινοβούλιο, τα συνδικάτα και τα φοιτητικά αμφιθέατρα στα τηλεοπτικά στούντιο επηρέασε τα κόμματα.
Για την Δεξιά η προσαρμογή υπήρξε σχετικά ομαλή αν και όχι ευχάριστη. Η εισβολή της τηλεόρασης της επέβαλε έναν ιδιόρρυθμο «λαϊκίστικο εκδημοκρατισμό». Λόγω του σταρ-σύστεμ, ξαφνικά, πύκνωσαν τις γραμμές της άνθρωποι που είχαν αναδειχθεί μέσα από ποπ δίκτυα δημοφιλίας: ηθοποιοί, καλλιτέχνες, μοντέλα, αθλητές, δημοσιογράφοι, τηλεπωλητές και τηλεοπτικοί παραγωγοί.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η προγενέστερη σχέση τους με την πολιτική ήταν περιορισμένη ή και μηδαμινή, ενώ η υψηλή τους δημοφιλία και η ικανότητά τους να επικοινωνούν μέσω του τηλεοπτικού αέρα, ήταν αυτή που τους έκανε αρεστούς στα πολιτικά ακροατήρια.
Συνήθως, βεβαίως, αποδεικνύονταν διάττοντες αστέρες που εξυπηρετούσαν μια συγκυρία. Στη συνέχεια είτε βαριόντουσαν είτε περιθωριοποιούνταν. Αλλά αυτό είχε μια μακροχρόνια συνέπεια: Οι υποψήφιοι της Δεξιάς για να είναι κάπως ανταγωνιστικοί έπρεπε να αντιγράφουν τους τηλεοπτικούς αστέρες, να λειτουργούν με βάση τους κανόνες του life-style και να ανταποκρίνονται σε μια ρηχή, εύπεπτη ιδέα της πολιτικής επικοινωνίας.
Εξαίρεση σε κάποιο βαθμό από αυτόν τον κανόνα συνέχισαν να αποτελούν οι «οικογένειες», τα τζάκια. Όχι ότι δεν υπάκουαν στους νέους κανόνες του πολιτικού μάρκετινγκ αλλά η οικονομική και πολιτική ισχύς τους, η δυνατότητα στήριξης από μεγάλους χορηγούς (συχνά τους ίδιους που ήταν ιδιοκτήτες των καναλιών), τους επέτρεπαν να διατηρούν μια κάποια αυτονομία.
Κάπως έτσι στη Δεξιά, πραγματοποιήθηκε ένας εξωφρενικός αλλά λειτουργικός καταμερισμός εργασίας. Επειδή τα κοινοβούλια υποβαθμίζονταν σταδιακά σε μια αρένα που περιλάμβανε αρκετούς «κενούς δημοφιλείς», ο σκληρός πυρήνας της εξουσίας, η εκτελεστική εξουσία και οι διαπλοκές της, συγκεντρώθηκαν στα χέρια μιας ομάδας ανθρώπων με καταγωγή ή της εμπιστοσύνης των τζακιών (και των ολιγαρχών υποστηρικτών τους). Αυτό αναμφίβολα επέτρεπε να διαιωνίζονται δίκτυα και σχέσεις. Όπως το βλέπουμε και στην Αμερική έτσι και στην Ελλάδα, η Δεξιά μπορεί να εκφράζει τους πιο «έξυπνους» και τους πιο «ηλίθιους» ταυτόχρονα. Οι πιο «έξυπνοι» βρίσκονται στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας και οι πιο «ηλίθιοι» μπορεί απλώς να φαίνονται, αν χρειάζεται να φαίνονται.
Στην Αριστερά, πάντως, το πολιτικό life style προκάλεσε απίστευτη αμηχανία και δυσανεξία. Οι νέες μορφές επικοινωνίας που έφερε η τηλεόραση, συνδυάστηκαν αν δεν προκάλεσαν, σε κάποιο βαθμό, την κρίση των πολιτικών πηγών από τις οποίες παραδοσιακά η Αριστερά αντλούσε τα στελέχη της: τα κόμματα της μετατράπηκαν σε εκλογικές μηχανές χωρίς πραγματική εσωτερική ζωή, τα συνδικάτα συρρικνώθηκαν και πολλές φορές εξελίχθηκαν σε κενού περιεχομένου γραφειοκρατικές αριστοκρατίες, ενώ τα κοινωνικά κινήματα έχασαν την αίγλη τους. Στη χώρα μας, επιπλέον, τα φοιτητικά αμφιθέατρα που συνέβαλαν στην παραγωγή μιας πολιτικής ελίτ στην Αριστερά εξαφανίστηκαν.
Κάπως έτσι απόμειναν κάποιοι χώροι «αριστείας» που προνομιακά είχε πρόσβαση η Αριστερά. Και κάπως έτσι τα ψηφοδέλτιά της εμφάνισαν μεγάλο αριθμό από καθηγητές πανεπιστημίου, μερικοί εκ των οποίων είναι εντελώς ακατάλληλοι όχι μόνο για την πολιτική αλλά ακόμη και για το αμφιθέατρο.
Στην ανάγκη της να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να φανεί μοντέρνα και κάπως «καθώς πρέπει», η Αριστερά αντέγραψε τις συνταγές του πολιτικού μάρκετινγκ των αντιπάλων της. Ξαφνικά, οι σταρ άρχισαν να κατακλύζουν τις γραμμές της. Τα κριτήρια επιλογής της δεν διέφεραν ιδιαίτερα από αυτά των αντιπάλους της: αρκούσε κάποιος να ήταν δημοφιλής, αναγνωρίσιμος και να είχε διάθεση να εκτεθεί μαζί της. Στο κάτω-κάτω είχε και μια δικαιολογία: στην Αριστερά δεν αφθονούσαν τα πολιτικά τζάκια και οι ισχυρές οικογένειες για να μπορεί να αντλεί από εκεί τα στελέχη της.
Η «υπόθεση Γεωργούλη» και όχι μόνο αυτή, ανέδειξε τα όρια αυτής της στρατηγικής. Ανέδειξε επίσης το πόσο πολύ έχει αντιγράψει τις πολιτικές πρακτικές της Δεξιάς, η σημερινή Αριστερά. Και πόσο πολύ έχει εθιστεί η εκλογική βάση της Αριστεράς στις πατριαρχικές δομές πολιτικής αντιπροσώπευσης. Για παράδειγμα, όλοι επισήμαναν ότι ο Γεωργούλης εκλέχθηκε επειδή ήταν αναγνωρίσιμος. Λίγοι ωστόσο ανέδειξαν το γεγονός πως από τους έξι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ οι πέντε είναι άνδρες, και ακόμη χειρότερο, πως και οι επόμενοι τρεις αναπληρωματικοί είναι και αυτοί άνδρες.
Η Αριστερά σήμερα έχει ανάγκη να σταματήσει να μιμείται την Δεξιά αναπαράγοντας πατριαρχικές δομές ιεραρχίας και αισθητικής καθώς και φθηνό μάρκετινγκ. Για να συμβεί αυτό όμως, τόσο οι ηγετικές της βαθμίδες όσοι και οι ψηφοφόροι της πρέπει να το θελήσουν.
Αν θέλουμε η προοδευτική διακυβέρνηση του αύριο ή του μεθαύριο να έχει κάποια συνέπεια με τις διακηρύξεις και τις ιδέες της, η Αριστερά δεν αρκεί να απομακρύνει και να διαγράφει, όποτε εμφανίζονται προβλήματα ποινικής προέκτασης. Αυτό είναι αυτονόητο.
Ο κομματικός της φορέας οφείλει να γίνει κάποιας μορφής προάγγελος της κοινωνίας που επιδιώκει. Να δώσει περισσότερη δύναμη και φωνή στους ανθρώπους που δεν την διαθέτουν, στους αδικημένους: τις γυναίκες, τους φτωχούς, τις μειονότητες, τα παιδιά των μεταναστών, τους ανθρώπους της βιοπάλης.
Οφείλει, στο μέτρο του εφικτού, να επηρεάσει προς την δική της κατεύθυνση τον τρόπο που η κοινωνία αντιλαμβάνεται τις δομές εξουσίας, την πολιτική ιεραρχία και εντέλει την ίδια την έννοια της πολιτικής ηγεσίας. Οφείλει να μειώσει την επίδραση των αριστοκρατικών μηχανικών επιλογής (εκλογή σε εθνικά ακροατήρια, μεγάλες εκλογικές περιφέρειες). Οφείλει να περιορίσει τον επαγγελματισμό στην αντιπροσώπευση θέτοντας εκ νέου ζήτημα περιορισμού των θητειών. Οφείλει να επανέλθει με τα ζητήματα της άμεσης δημοκρατίας ξεκινώντας από τον ίδιο τον εαυτό της.
Εντέλει, η κοινωνική δικαιοσύνη, το «δικαιοσύνη παντού», πρέπει η Αριστερά να το αποτυπώσει πρωτίστως στον εαυτό της για να μπορεί να πείσει και τους δύσπιστους.
{Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας}