Είναι από τις ελάχιστες φορές στη φυσική-και κατ’ επέκταση στην πολιτική-που ένα κενό προσφέρει τόσο εντυπωσιακό θέαμα. Πέρα από την αποστροφή που προκαλούν στην κοινωνία οι μοχθηρές οικογενειακές συγκρούσεις όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στις επικοινωνιακές προθήκες του ΣΥΡΙΖΑ, προσφέρουν και ελπίδα. Την ελπίδα ότι έναν άρρωστο κι ετοιμόρροπο οργανισμό θα τον διαδεχτεί κάτι νέο.
Δεν είναι σωστό να λέγεται, ότι οι αλληλοκατηγορούμενες δυνάμεις δεν δημιουργούν τίποτε άλλο πέρα από γκρίνια. Δημιουργούν και μάλιστα ό,τι δημιουργικότερο: το κενό. Κι όπως κάθε κενό, όσο επικίνδυνο και αν είναι, όπως τα κενά αέρος κατά την αεροπλοΐα, θα καλυφθεί.
Ήδη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει με δικές του πρωτοβουλίες εξαλείψει τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του. Οι υπαρξιακές διαμάχες στο εσωτερικό έχουν πλέον ακυρώσει τον όρο «συνασπισμός», ο «ριζοσπαστισμός» είναι ήδη κάτι το ζητούμενο μετά τη μνημονιακή κυβερνητική θητεία του, ενώ και η εφαρμοστική αριστερή πολιτική του έχει ακυρωθεί οικειοθελώς κατά την ίδια περίοδο.
Παρέμεινε μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ως εν δυνάμει αντίπαλο δέος του κυβερνητικού συστήματος του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν κατάφερε, αν και οι αμαρτίες του πρωθυπουργού τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και γενικότερα στη λειτουργία του κράτους ήταν τόσες που δεν είχε συσσωρεύσει ποτέ καμία άλλη κυβέρνηση. Το βεβαρημένο παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και ο αλλόκοτος προεκλογικός λόγος του αποδείχτηκαν αρκετά, για να πανηγυρίσει η οικογένεια την έναρξη ακόμη μιας θητείας.
Δεν δημιούργησε ρεύμα υπέρ της η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν που δεν έπεισε το δικό του κοινό να τον εμπιστευτεί. Μετά από αυτό ο Αλέξης Τσίπρας αποχώρησε ως όφειλε. Τα ακολουθήματα όμως της παραίτησής του αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα στο κόμμα δεν ήταν προσωπικό. Είναι ταυτόσημο της απώλειας της ταυτότητας και του προσανατολισμού του.
Μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ κάλυπτε σ’ ένα μεγάλο βαθμό τον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο που είχε αφήσει πίσω του το ΠΑΣΟΚ, όταν έβαζε τη χώρα στην περιπέτεια των μνημονίων. Ήταν η μοιραία μετάλλαξη του κόμματος, το οποίο είχε ιδρύσει το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου υποσχόμενος κοινωνικοπολιτικές ανατροπές. ακολούθησε το ξεθώριασμα του σοσιαλιστικού ονείρου με ευθύνη του ίδιου του ιδρυτή και η παρένθεση Σημίτη, ο οποίος το φόρτωσε με τις δικές του αμαρτίες, μαζί και την κοινωνία.
Για να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημείο να δει τον πρόεδρό του να ορκίζεται πρωθυπουργός και τα υπουργεία ν’ ανοίγουν τις πόρτες τους στον Σκουρλέτη, τον Φίλη, τον Βίτσα και τους άλλους συντρόφους του ανακαινισμένου τότε 7όροφου κτιρίου της πλατείας Κουμουνδούρου, έπρεπε να προετοιμαστεί για τον μεγάλο συμβιβασμό και από αριστερό κόμμα να γίνει νεοφιλελεύθερο, αυστηρότερο και από τους παραδοσιακά νεοφιλελεύθερους πολιτικούς οργανισμούς. Το «κατάφερε» μέσα σε επτά μήνες. Κι έκτοτε κυβέρνησε απαρέγκλιτα ως τέτοιο.
Τώρα, για να γίνει εκ νέου ελκυστικό, ψάχνει νέα ταυτότητα. Για την ακρίβεια, οι μεν παλαιοί αναζητούν τη δική τους στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τους, οι δε νεότεροι κάπου στο αποκαλούμενο Κέντρο. Μόνο που κι αυτό είναι χαμένο κάπου στα παλιά της πολιτικής ιστορίας.
Υπάρχει λοιπόν κάτι νέο; Οπωσδήποτε και αυτό βρίσκεται μέσα στη συνείδηση της κοινωνίας. Το έδειξε με τις προτιμήσεις της στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Μένει να αναδειχθεί ο πολιτικός εκφραστής του. Εν καιρώ. Και μάλιστα, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγμα, μάλλον θα κάνει «μπαμ».
(Ο Γρηγόρης Ρουμπάνης είναι δημοσιογράφος)